Ζήσαμε την εποχή που η Γαλλία ήταν ιδέα. Που την περιμέναμε πότε θα μας γνέψει να πάρουμε κι εμείς τ’ απάνω μας. Το ’81 στις μαυρόασπρες τηλεοράσεις με την εκλογή του Μιτεράν αλλά και πολύ νωρίτερα. Στο προεδρικό αεροπλάνο που έφερε τον Καραμανλή, στα σινεμά που έφερναν τον Γκοντάρ, στο πατάρι του Κάουφμαν που έφερνε τις εκδόσεις Seuil και Minuit, στην «Μοντ» και στην «Λιμπερασιόν», στον «Νουβέλ Ομπζερβατέρ», στη μελαγχολία της Φρανσουαζ Αρντί, στην εκτυφλωτική αλητεία του Γκένσμπουργκ, στη γλώσσα της στην οποία γύρεψαν πολιτικό άσυλο ο Μπέκετ, ο Ιονέσκο κι αργότερα ο Κούντερα. Στο πανηγύρι του ’68, στο ημιτελές πείραμα του Ευρωκομμουνισμού, στην Ανί Λεκλέρ και στο δεύτερο κύμα του φεμινισμού. Στις δασκάλες μας κυρίως, κάτι μαγευτικές μαντεμουαζέλ και μαντάμ που προσπαθούσαν να μας μυήσουν στον υπαρξισμό και στις «Αναμνήσεις μιας καθωσπρέπει κόρης» της Σιμόν ντε Μποβουάρ την ώρα που έξω έκανε ντάλα χούντα με εκκλησιασμούς, στρατιωτικό διοικητή και απαγόρευση της κυκλοφορίας παίδων και κορασίδων μετά τις οκτώ το βράδυ. Δεν θα άφηνα απέξω ούτε το γαλλικό ποδόσφαιρο κι ας τελείωσε με μια γερή κουτουλιά. Κάπως έτσι μου φάνηκε και η κυβερνητική κρίση στη Γαλλία. Θα περνάνε τα χρόνια και δεν θα ξέρουμε. Για εκείνη την κουτουλιά, για εκείνη την κόκκινη κάρτα, έφταιγε ο Ζιντάν ή ο Ματεράτσι;