Η Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (ΤΤΙΡ) είναι μία εφ’ όλης της ύλης «συμφωνία» ελεύθερων συναλλαγών και επενδύσεων, η οποία αποτελεί αυτή την περίοδο αντικείμενο διαπραγματεύσεων –κεκλεισμένων των θυρών –μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης (J. Hillary, 2014). Ομως τίθεται το εξής ερώτημα: πρόκειται ή όχι για εμπορική συμφωνία;

Θεωρούμε ότι, στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για εμπορική συμφωνία. Αντίθετα, πρόκειται για μία γεωοικονομική και γεωπολιτική επιλογή που προβάλλεται ως «συμφωνία» ελεύθερου εμπορίου πλήρους απελευθέρωσης της διακίνησης αγαθών, υπηρεσιών, επενδύσεων και εργατικού δυναμικού, συμπεριλαμβανομένων της πνευματικής ιδιοκτησίας, των κρατικών προμηθειών, των δημόσιων υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης, κοινωνικής ασφάλισης, ύδρευσης, ενέργειας κ.λπ.

Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ προκειμένου να εξάγουν φυσικό αέριο και πετρέλαιο στην Ευρώπη και τη Γερμανία, αλλάζοντας (λόγω και της κρίσης στην Ουκρανία) τις ισορροπίες προμηθειών ενέργειας στην ΕΕ (γεωπολιτική, γεωοικονομική στρατηγική), διαπραγματεύεται σε συνθήκες άκρας μυστικότητας με την ΕΕ την ΤΤΙΡ. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι ο πρωταρχικός στόχος της ΤΤΙΡ δεν είναι η τόνωση του εμπορίου διαμέσου της κατάργησης των δασμών ανάμεσα στην ΕΕ και στις ΗΠΑ, δεδομένου ότι αυτοί βρίσκονται ήδη στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα. Αντίθετα ο κεντρικός στόχος, στο πλαίσιο της γεωπολιτικής επιλογής, είναι η δημιουργία μιας μεγαλύτερης παγκόσμιας αγοράς με το καθεστώς της ΤΤΙΡ, αγοράς απαλλαγμένης δηλαδή από θεσμικούς και ρυθμιστικούς περιορισμούς η οποία προωθείται από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και των δύο πλευρών του Ατλαντικού.

Η διεύρυνση αυτή της παγκόσμιας αγοράς σε καθεστώς ΤΤΙΡ σημαίνει τη «θεσμοποιημένη θέσπιση» της κυριαρχίας των αγορών όχι μόνο στον οικονομικό αλλά και στον κοινωνικό χώρο, σε όρους ασιατοποίησης της αγοράς εργασίας, των εργασιακών σχέσεων, των μισθών, της κοινωνικής ασφάλισης, της υγείας κ.λπ., καθώς και στον πολιτικό χώρο με την κυριαρχία των πολυεθνικών επιχειρήσεων στις κρατικές οντότητες. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ με το ισχύον καθεστώς μόνο ένα κράτος μπορεί να ενάγει ένα άλλο κράτος, με την ΤΤΙΡ το καθεστώς αυτό καταργείται και μια εταιρεία μπορεί να οδηγήσει στη διαιτησία τριών δικηγόρων από ένα σώμα 45 δικηγόρων ένα κράτος απαιτώντας αποζημίωση, όταν το συγκεκριμένο κράτος πάρει μέτρα υπέρ των συμφερόντων των εργαζομένων και των πολιτών του, τα οποία συνεπάγονται, κατά την κρίση της εταιρείας, μείωση των κερδών της.

Ολα αυτά θα συμβαίνουν με μια απειροελάχιστη αύξηση του ΑΕΠ (0,06%) σε Ευρώπη και ΗΠΑ και μια αύξηση τριών λεπτών την ημέρα στο κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων τους (Ευρωπαϊκό Κέντρο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας, 2013).

Είναι φανερό από το περιεχόμενο της «συμφωνίας» των έως σήμερα διαπραγματεύσεων ότι η ενδεχόμενη ψήφισή της από τα εθνικά Κοινοβούλια και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα σηματοδοτήσει, εκτός των άλλων, περαιτέρω επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των ευρωπαίων και των ελλήνων πολιτών, δεδομένου ότι με την εφαρμογή της ΤΤΙΡ όχι μόνο απορρυθμίζεται το κοινωνικό κράτος και το παραγωγικό σύστημα στην Ελλάδα και την ΕΕ αλλά αποδιαρθρώνονται –και ειδικότερα το κράτος πρόνοιας θεσμοποιημένα και σταδιακά θα ιδιωτικοποιείται. Για αυτούς ακριβώς τους λόγους και οι δύο πλευρές του Ατλαντικού επιδιώκουν τη μικρότερη δυνατή δημοσιότητα και την απόκρυψη του κοινωνικού κόστους αυτής της «συμφωνίας».

Για παράδειγμα, ποιο θα είναι το μέλλον και το κοινωνικό κόστος του αγροτικού τομέα στην ΕΕ, ο οποίος θα πληγεί ίσως περισσότερο από τις άλλες ομάδες (εισροή στην ΕΕ αγροτικών, κτηνοτροφικών, μεταλλαγμένων προϊόντων κ.λπ.), όταν έχει 30 εκατ. εργαζομένους στην Ευρώπη και συμβάλλει κατά 3,5% στο ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ενωσης;

Με αυτά τα δεδομένα της «συμφωνίας», η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως «το ΝΑΤΟ του εμπορίου» και ως «η παγκοσμιοποίηση των πολυεθνικών επιχειρήσεων υπεράνω των κρατών», με την έννοια της επιρροής και της διείσδυσής της ανά τον κόσμο, διευρύνονται τόσο οι αντιδράσεις όσο και οι διαφωνίες για τα προβαλλόμενα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη, λαμβάνοντας υπόψη και τα αποτελέσματα αντίστοιχων συμφωνιών (όπως η Συμφωνία Συνεργασίας Ειρηνικού).

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ