Δεν θα ήταν υπερβολή αν τη λέγαμε ιδιωτική παραλία. Την διαφεντεύουν και την εκμεταλλεύονται χρόνια τώρα δύο ψαροταβερνεία –το ένα εκ δεξιών, το άλλο εξ ευωνύμων –τα οποία αποτελούν το φυσικό της όριο χωρίς όμως να το κάνουν θέμα. Κάτι σαν το προσχέδιο νόμου για τον αιγιαλό αλλά πολύ προς το ναΐφ του. Τα αυθαίρετα που πλαισιώνουν τους πέριξ βράχους έχουν και αυτά την αμέριστη επιδοκιμασία μας γιατί απλούστατα φύτρωσαν εκεί πολύ πριν πονηρευτούμε ότι πρόκειται για κατάφωρη καταπάτηση του φυσικού μας πλούτου. Ακόμη και τα πεντέξι καλοθρεμμένα αρμυρίκια, ακόμη κι αυτά έχουν ύφος μαγαζάτορα αφού λειτουργούν σαν αυτοσχέδιο εποχικό πάρκινγκ για αμφίβια αυτοκίνητα, τσίμα – τσίμα στον γιαλό. Αξημέρωτα φτάνει εδώ με τα σύνεργά του ένας από τις ταβέρνες που σας έλεγα, χαζεύει λίγο τη θάλασσα του πρωινού κι ύστερα δεν αφήνει σκουπιδάκι για σκουπιδάκι στην άμμο, κάπως σαν να καθαρίζει το σπίτι ή το μαγαζί του. Εξετάζει την κοινόχρηστη ξύλινη καμπίνα αν είναι καθαρή και μετά ανοίγει ένα αυλάκι στην άμμο για να εμποδίσει τα νερά της κοινόχρηστης ντουζιέρας να λιμνάζουν εκεί που βάζουμε εμείς τα ψαθιά και τις πετσέτες μας. Ελπίζω να έγινα αντιληπτή. Σας περιγράφω έναν κλασικό ελληνικό παράδεισο που δεν χρειάζεται την υπεράσπιση των πολλών παρά τον επαγγελματισμό των ολίγων. Με την καλή έννοια.