Παπασταφίδα δεν τον λέγανε τον Κωνσταντάρα σ’ εκείνη τη μαυρόασπρη του 1967; Προσπαθούσε ο έρμος να σωφρονίσει τον γιο του διά της σφαλιάρας αλλά πού μυαλό ο Τζανετάκος! Τον τρέλανε η ντόλτσε βίτα, αυτή που λέν’ ζωή γλυκιά κι είχε φορτώσει τα μαθήματα της Νομικής στον κόκορα. Στο όλον δράμα έπαιζε, θυμάμαι, ρόλο ρυθμιστικό και το μπέιμπι ντολ της Μίρκας Καλατζοπούλου αλλά πάει πολύς καιρός και μπορεί να το μπερδεύω με τα κρόσσια και το μπικίνι από χυτοσίδηρο που συνήθιζε να φοράει εκείνη την εποχή η Σαπουντζάκη. Η οποία Σαπουντζάκη σε μια άλλη ταινία της ίδιας δεκαετίας δημιουργούσε ανάλογα προσκόμματα και περισπασμούς στις σπουδές του Κώστα Βουτσά που ήταν τότε αιώνιος φοιτητής της Γεωπονικής. Αυτά θα είδε ο Ανδρέας Λοβέρδος κι άρχισε φρρρ φρρρρ με τη σφυρίχτρα του να μοιράζει κλήσεις. Φυσικά, όπως σε κάθε καλή φαρσοκωμωδία έτσι και στην ελληνική απαιτείται μια σεναριακή λύση που να βολεύει και τις δύο πλευρές. Να πλησιάσει φερ’ ειπείν ο Βουτσάς με το κεφάλι κατεβασμένο και να βγει οικειοθελώς από το πλάνο η Σαπουντζάκη μαζί με όλα της τα κρόσσια και τα σιδερικά. Να μας πει επιτέλους και ο Παπασταφίδας το μυστικό της επιτυχίας του με καθυστέρηση μιας χούντας, ενός εθνικού δράματος, μιας Μεταπολίτευσης, μιας Ολυμπιάδας, ενός Γιούρο, μιας Γιουροβίζιον και μιας βελούδινης χρεοκοπίας.