Η σύζευξη πολιτικής θεωρίας και ιδεολογίας εκτιμήθηκε ως το κύριο θεμέλιο της πολιτικής αναφορικά με τη συγκρότηση του πολιτικού «γίγνεσθαι» που στηρίχθηκε στη βάση συγκεκριμένων ιδεολογικών παραδοχών. Η εξάρτηση της πολιτικής από ιδεολογικούς προσδιορισμούς, η άνευ όρων συμμόρφωση με κομματικές προκαταλήψεις και η άκριτη παράδοση πίστης αρχών και «δήθεν» αξιών διαδραμάτισαν πρωτεύoντα και καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του κομματικού φαινομένου και της πολιτικής ζωής στη χώρα μας.

Στην πορεία όμως τα ιστορικά δεδομένα άλλαξαν και σε αυτό συνέβαλλαν κυρίως η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογικής προόδου, η εισβολή της παγκοσμιοποίησης και η πολυπολιτισμική μετάλλαξη των κοινωνιών. Ταυτόχρονα η προβολή της ανάγκης για λογική ανάλυση και επίλυση κορυφαίων θεσμικών πολιτικών ζητημάτων καθώς και αναζήτησης αντισταθμιστικών εξισορροπητικών πολιτικών ως αντίβαρο της σκληρής εμπροσθοβαρούς δημοσιονομικής προσαρμογής, από τα μέσα του 2009, ξεπερνά πιθανόν τις διαιρέσεις τόσο της αριστερής, προοδευτικής, οραματικής ιδεολογίας όσο και δυναμικών φιλελεύθερων προσεγγίσεων.

Η νέα σύγχρονη πολιτική δημοκρατική λογική πρέπει να απεξαρτηθεί από τη βεβαιότητα της ιδεολογίας και να δομηθεί στη βάση νέων κριτηρίων πάνω στην αντικειμενική γνώση και λογική εξήγηση, πρέπει επιπλέον να πείσει με πρόταξη εκείνων των αρχών που πηγάζουν από την ιστορική νεωτερική παρέμβαση και σχετίζονται με ηπιότητα, μετριοπάθεια, ανεκτικότητα στη διαφορετικότητα και σύνθεση στην εφαρμογή πολιτικών, ισονομία, ισοπολιτεία, αίσθηση δικαίου, ισχυρή αντίσταση του κράτους στα επιμέρους συμφέροντα και άσκηση πολιτικής πυγμής στην αποκήρυξη της βίας.

Η θεωρία των άκρων μπορεί να αποτελέσει βέβαια αντικείμενο μιας ευρείας και εκτεταμένης ακαδημαϊκής πολιτικής κουβέντας αλλά μόνον αυτό καθώς στην ουσία δεν λύνει το πρόβλημα αυτό καθαυτό, αφού αυτό που πρέπει να απομονωθεί είναι τα ακραία πρόσωπα και αυτό που πρέπει να καταδικαστεί είναι οι εγκληματικές ενέργειες και οι βίαιες πράξεις.

Επιπρόσθετα, μετά την ανησυχητική άνοδο της Ακροδεξιάς στις τελευταίες ευρωεκλογές, εκείνο που οφείλει να απασχολήσει τη σύγχρονη δημοκρατική λογική είναι, αφενός, η παταγώδης κυβερνητική αποτυχία χειρισμού της όλης κατάστασης που είχε αποτέλεσμα την αύξηση των ποσοστών της Χρυσής Αυγής και αφετέρου, η διερεύνηση, η λογική ερμηνεία και ανάλυση των αιτίων μερικής αποστροφής ή αμφισβήτησης των πολιτών απέναντι στα λεγόμενα κόμματα του «συνταγματικού τόξου» και η υποστήριξη επιλογής αναζήτησης πολιτικού «καταφυγίου» σε ακραίο σχηματισμό υπό τη μορφή αντιδραστικής, αντισυστημικής, αντιευρωπαϊκής, εκδικητικής ψήφου ως απάντηση στην ατελή, υποτονική, ατροφική λειτουργία της Δημοκρατίας.

Ως εκ τούτου, στη λογική αντιμετώπισης αυτής της μορφής ψήφου η δημοκρατία με δίκαιο, καθαρό και αντικειμενικό τρόπο πρέπει να δώσει πειστικές απαντήσεις σε αναπάντητα ερωτήματα που έχουν βαθιά «σφηνώσει» στο μυαλό και πολλαπλά εξοργίσει τους πολίτες, ξεκινώντας από την πολύκροτη υπόθεση των προμηθειών της Siemens και την καθυστέρηση εξιχνίασης και απόδοσης ευθυνών για τη λίστα Λαγκάρντ μέχρι τις περίεργες διαδρομές χρημάτων σε κομματικά ταμεία, τη δυσκολία ελέγχου των οικονομικών των κομμάτων και τις περίεργες χρηματοδοτήσεις τους από συγκεκριμένες τράπεζες με χρήματα των ελλήνων πολιτών. Από την άλλη, ενώ μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού βιώνει πέντε χρόνια βαθιάς κρίσης, οι έλληνες βουλευτές σε βαθιά ένοχη σιωπή απολαμβάνουν, εκτός των άλλων τους προνομίων, το αφορολόγητο σε ποσοστό περίπου 70% της βουλευτικής τους αποζημίωσης.

Η διαφανής, ως εκ τούτου, λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, η αίσθηση δικαίου, το μέτρο και η εμπιστοσύνη στους θεσμούς αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της σύγχρονης δημοκρατικής λογικής.

Η υπέρβαση των επιμέρους ιδεολογιών, η ενοποίηση των νεωτερικών αρχών σε ένα ενιαίο πλαίσιο σκέψης και η σύνδεση της πολιτικής με ό,τι έχει ιστορικά αποδειχθεί ποιοτικά καλύτερο συνιστούν ικανή και αναγκαία συνθήκη για την εμπέδωση και εγκατάσταση μιας νέας νοοτροπίας που θα ενσωματώσει την αντικειμενικότητα στην πολιτική και θα συγκεκριμενοποιήσει και εννοιοδοτήσει τη δημοκρατία στην καθημερινότητα του πολίτη.

Ο δρ Αντώνης Ζαΐρης είναι αναπληρωτής εκπρόσωπος στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ για θέματα Βιώσιμης Ανάπτυξης και αναπληρωτής αντιπρόεδρος του ΣΕΛΠΕ.