Στις εκλογές του Ιουνίου 2012, το τηλεοπτικό προεκλογικό σποτ της ΝΔ που είχε συζητηθεί πολύ παρουσίαζε την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης και τα παιδιά ενός σχολείου να κοιτούν με απορία και ανησυχία τον δάσκαλό τους και να ρωτούν: «Γιατί;». Το σλόγκαν «Με το μέλλον των παιδιών μας δεν παίζουμε» προσέθετε την απαραίτητη δραματική σάλτσα και η μεταφορά των παιδιών ως προάγγελων μιας απαισιόδοξης εικόνας για το αύριο προκάλεσε ηθικού τύπου επικρίσεις. Το σποτ διείσδυσε όμως στον δημόσιο διάλογο οπτικοποιώντας με τον πιο απλουστευτικό και μελοδραματικό τρόπο το δίλημμα των εκλογών εκείνων: ευρώ ή δραχμή, ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ; Η προβολή της εθνικής αδυναμίας και της οριστικής περιθωριοποίησης στο διεθνές στερέωμα που θα συνεπαγόταν η άρνηση του Μνημονίου φαίνεται ότι επηρέασε ένα μέρος του εκλογικού σώματος το 2012. Η έμμεση δυσφήμηση του αντιπάλου ως αντιπατριώτη λειτούργησε, περνώντας μέσα από την προβολή μιας υπερεθνικής αναγκαιότητας – επιθυμίας.

Κάτι ανάλογο, με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο, επιχειρεί να κάνει ένα σποτ του ΣΥΡΙΖΑ για τις επερχόμενες ευρωεκλογές. Σε αυτό παρουσιάζεται απόσπασμα της τελευταίας συναυλίας των μουσικών συνόλων της ΕΡΤ, όπως σκηνοθετήθηκε εκείνη την ημέρα από τους διαμαρτυρόμενους εργαζομένους του σταθμού. Τα δακρυσμένα πρόσωπα των θλιμμένων μουσικών να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο, η ελληνική σημαία να κυματίζει και η εικόνα του Μάνου Χατζιδάκι μαγνητίζουν την προσοχή. Είναι ίσως η πρώτη φορά που σε διαφημιστικό σποτ της ελληνικής Αριστεράς προτάσσονται σε τόσο προφανή θέση εθνικά σύμβολα, μάλιστα οι διαφημιστές οικειοποιούνται τον τρόπο που επέλεξαν οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ να το κάνουν, ταυτίζοντας τους εαυτούς τους και τα αιτήματά τους με αυτά.

Η ελληνική σημαία έχει πλούσια παρουσία σε όλη την ιστορία των ελληνικών πολιτικών αφισών και διαφημιστικών σποτ (και διεθνώς). Την έχουν χρησιμοποιήσει πολύ ΝΔ και ΠαΣοΚ (καθώς και ακροδεξιά κόμματα, από την ΠΟΛΑΝ μέχρι τη Χρυσή Αυγή) για να δείξουν την προνομιακή τους πρόσβαση στην εθνική υπερηφάνεια ή στον εθνικό προβληματισμό. Είναι χαρακτηριστική και σχετικά πρόσφατη η εικόνα του Κώστα Καραμανλή που ζητούσε από τους οπαδούς του στις προεκλογικές συγκεντρώσεις να κατεβάσουν τις κομματικές σημαίες και να σηκώσουν τις ελληνικές. Το μονοπώλιο στο εθνικό φρόνημα, παραδοσιακά, το διεκδικούσαν στις προεκλογικές περιόδους τα «αστικά» κόμματα. Σε αρκετές βέβαια περιπτώσεις, ειδικά μετά τη δεκαετία του 1990, η ελληνική σημαία κυμάτιζε μαζί με την ευρωπαϊκή ως δείγμα κοινωνικής προόδου και εθνικής δύναμης.

Με το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ για τα μουσικά σύνολα και το κλείσιμο της ΕΡΤ («η φωνή μας σίγησε», είναι το σλόγκαν που το υπογραμμίζει) σημειώνεται μια εντυπωσιακή μεταστροφή. Αντί να προταχθούν, όπως θα αναμενόταν από αριστερό κόμμα, οι εικόνες των ΜΑΤ να εισβάλουν στην Αγία Παρασκευή ή οι χειροπέδες με τις οποίες κλειδώθηκε το προαύλιο του σταθμού, ως νύξη αυταρχισμού και αντιδημοκρατικότητας, επιλέγονται οι πιο στερεοτυπικές εικόνες εθνικού πένθους. Το κλείσιμο της ΕΡΤ σηματοδοτείται περισσότερο ως αντεθνική πράξη και όχι ως παράδειγμα κυβερνητικής αυθαιρεσίας.

Είναι προφανές ότι το σκηνοθετημένο ντοκουμέντο που αναπαράγει το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να προκαλέσει το ίδιο ρίγος που προκαλούσε το άκουσμα των εγκλείστων στο Πολυτεχνείο να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο όταν εισέβαλαν τα τανκς της χούντας. Η πολιτική κινητοποίηση έξω από τα κάγκελα της ΕΡΤ, άλλωστε, αυτό προσπάθησε να αναβιώσει, ανάγοντας το κλείσιμό της σε απόδειξη ότι ζούμε μια δικτατορία, όπως είχε πει γλαφυρά και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.

Το ερώτημα είναι εάν έχει επέλθει τέτοια εθνικιστική μετάλλαξη στο ακροατήριο της Αριστεράς ή αν οι εμπνευστές του σποτ επιχειρούν να απευθυνθούν σε ακροατήρια που έχουν παραδοσιακά εθνικιστικά αντανακλαστικά. Είναι η εθνικοφροσύνη μια πληγή που έκλεισε και τη διεκδικεί επί ίσοις όροις ο χώρος που κατά κόρον πόνεσε εξαιτίας της; Δεν μπορεί πια η Αριστερά να μην ταυτίζει τη δημοκρατία και τα στενά κρατικά συμφέροντα;

Το σποτ αυτό είναι πιθανό να συμβολίζει με τον πιο άμεσο τρόπο μια εξέλιξη που έχει δρομολογηθεί σε όλη την περίοδο της κρίσης: τη μετατόπιση του κέντρου βάρους του εγχώριου αριστερού λόγου από τον λαϊκισμό στον εθνικισμό. Ο αξέχαστος χαρακτηρισμός αρχηγού της Αριστεράς για πολιτικούς «που δεν είναι και τόσο Ελληνες» (Φεβρουάριος 2012) και οι πολλαπλές συμπτώσεις με τους ΑΝΕΛ έχουν προηγηθεί με λιγότερη θεαματικότητα.

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ