Το χιούμορ είναι ύψιστη ανθρώπινη αρετή. Χωρίς αυτό η πραγματικότητα θα ήταν ανυπόφορη και η ύπαρξή μας αβάσταχτη. Δεν το έχουν όμως όλοι οι άνθρωποι στον ίδιο βαθμό, ούτε γελούν όλοι με τα ίδια πράγματα. Κάθε κοινωνία αναπτύσσει τους δικούς της χιουμοριστικούς κώδικες, υιοθετώντας άλλες φορές την ειρωνεία, άλλες τη σάτιρα και άλλες την έντονη θεατρικότητα.

Στην Ελλάδα έχουμε, ευτυχώς, πολύ χιούμορ και μακρά παράδοση ειρωνείας και αυτοσαρκασμού. Ο συνηθέστερος ελληνικός τύπος πλάκας είναι αυτός της αναπαραγωγής της πραγματικότητας, η οποία είναι συνήθως τόσο σουρεαλιστική, που και μόνο η περιγραφή της αρκεί για να ξεκαρδιστεί κανείς. Αυτός ο τύπος χιούμορ προϋποθέτει μια απόσταση και έναν αναστοχασμό της κατάστασής μας από «έξω». Η συγκυρία της κρίσης, που μας έβαλε να σκεφτούμε ατομικά και συλλογικά πάνω στον εαυτό μας, σε συνδυασμό με την αύξηση της χρήσης των νέων μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ευνόησε περαιτέρω την ανάπτυξη του χιούμορ. Πολλές νέες εκφράσεις ξεπήδησαν και καθιερώθηκαν ως πλάκα στη διευρυμένη ελληνική δημόσια σφαίρα.

Μεγάλη διάδοση γνώρισε –και ακόμα γνωρίζει –η χιουμοριστική έκφραση «πού είναι το κράτος;» μέσα στην κρίση. Ο φορέας της φράσης αυτής επικαλείται το κράτος σε περιστάσεις εξόφθαλμα άσχετες με τη δικαιοδοσία του, όπως για παράδειγμα για θέματα που αφορούν την ιδιωτική σφαίρα, για να δηλώσει δυσαρέσκεια ή ματαίωση. «Είναι δύο η ώρα τη νύχτα, θέλω να φάω σοκολάτα και όλα είναι κλειστά. Πού είναι το κράτος;»

Οπως κάθε πλάκα ή ειρωνεία, η φράση αυτή είναι πετυχημένη επειδή λέει μια αλήθεια. Βασίζεται στη συνειδητοποίηση ότι η επίκληση του κράτους είναι συνήθως άσκοπη και καταχρηστική ή, τέλος πάντων, μάταιη. Στηλιτεύεται επίσης έμμεσα η μερίδα εκείνη του πληθυσμού που εξακολουθεί να «ζητά το κράτος» ή να συνειδητοποιεί την ανυπαρξία του με τρόπο κυριολεκτικό, γιατί «και που το ζητάει, μήπως αυτό θα έρθει;».

Και πριν από την κρίση, το ελληνικό κράτος ήταν σε μεγάλο βαθμό ατελές και ανεπαρκές. Με τους υψηλούς όμως μισθούς, τις άφθονες θέσεις εργασίας, τις κοινωνικές παροχές και το δίκτυο των «γνωστών» που δούλευε σε αυτό έδινε ακόμα την αίσθηση ότι «φροντίζει» για τους πολίτες του. Με την έλευση της κρίσης οι «φροντίδες» μειώθηκαν και οι παθογένειες απογυμνώθηκαν, με αποτέλεσμα να ενισχυθεί η αίσθηση ότι το κράτος μάς εγκαταλείπει.

Η χιουμοριστική καθιέρωση της φράσης «πού είναι το κράτος;» υπονοεί έτσι ότι «για να γίνει η δουλειά» πρέπει κανείς να την κάνει μόνος του, γιατί «αν κάποιος περιμένει από το κράτος, είναι χαζός». Και ακόμα παραπέρα, η ατομική πρωτοβουλία επιβραβεύεται. Ενδεδυμένη δε συχνά τον μανδύα του φιλελευθερισμού, ανάγεται σε υπόδειγμα πολιτειακής ωριμότητας. Ο φιλελευθερισμός, ωστόσο, δεν υπάρχει χωρίς το κράτος και μόνο μέσα σε αυτό μπορούν τα υποκείμενα να εκπαιδευτούν και υιοθετήσουν τις φιλελεύθερες αξίες.

Αυτό αποδεικνύουν και στο σημαντικό βιβλίο τους «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη» (εκδ. Λιβάνη, 2013) οι Ατζέμογλου και Ρόμπινσον, στο οποίο υπερασπίζονται με στοιχεία τη θέση ότι κάποια κράτη έχουν την ικανότητα να ανθούν και κάποια είναι καταδικασμένα να παρακμάζουν. Η διαφοροποίηση αυτή έγκειται στους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς που έχει το καθένα. Οσο πιο ανοιχτοί, ισχυροί και εμπεδωμένοι τόσο μεγαλύτερη η ανάπτυξη και η δυνατότητα ευημερίας. Οσο πιο κλειστοί, ασταθείς και ανίσχυροι τόσο πιο επίφοβη η παρακμή.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι ζούμε πια σε μια ιστορική συνθήκη που τα κράτη στην εθνική τους διάσταση παρακμάζουν, ότι η παγκοσμιοποίηση έχει εκμηδενίσει τα σύνορα και ότι συμβιώνουμε όλοι μαζί ως άτομα σε μια παγκόσμια κοινωνία. Κι όμως, τα έθνη – κράτη αποδεικνύονται ανθεκτικότερα και ισχυρότερα από ποτέ. Οχι με την έννοια των εθνικισμών του 20ού αιώνα και της διαμάχης για την επικράτηση του ενός πάνω στο άλλο, αλλά με την έννοια της εμπέδωσης της πολιτισμικής και κοινωνικής ιδιαιτερότητας.

Τα άτομα μια κοινωνίας, μια χώρας, ενός κράτους δεν μπορούν να προοδεύουν και να ζουν σε συνθήκες ευημερίας και ευμάρειας αν το κράτος τους νοσεί, αν δεν περιβάλλονται από ένα ισχυρό πλέγμα θεσμικής προστασίας. Το κράτος που επιζητούν σήμερα οι έλληνες πολίτες, είτε με κυριολεκτικό είτε με χιουμοριστικό τρόπο, ένα πράγμα δείχνει: κατά βάθος σε όλους λείπει. Αν δεν έλειπε, δεν θα γινόταν καν πλάκα.

Η Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτικός επιστήμων, υπ. διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στο EHESS (Paris)