Τα μείζονα γεγονότα των πρώτων μηνών του 2014 ήταν η διαπίστωση πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2013, η συμφωνία κυβέρνησης και τρόικας για επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Μνημονίου και η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές με τη μορφή πενταετούς ομολόγου. Ομως όλα αυτά δεν σηματοδοτούν το τέλος της δύσκολης και γεμάτης εμπόδια πορείας για την υπέρβαση του χρεοκοπημένου μεταπολιτευτικού «αναπτυξιακού μοντέλου». Απλώς, από εδώ και πέρα, όπως θα έγραφε η Ζυράννα Ζατέλη, «όσο θα προχωρούμε τόσο ο δρόμος θα μακραίνει».

Ο επιτυχής δανεισμός από τις αγορές αναμένεται επίσημα ότι θα ενισχύσει την αξιοπιστία της χώρας, θα βελτιώσει τη ρευστότητα των τραπεζών που αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην άντληση πόρων από τις αγορές, θα βελτιώσει την ψυχολογία στο εσωτερικό της χώρας και εν τέλει είναι ένα βήμα για την επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη. Επίσης, η κυβέρνηση αναμένει ότι θα επιφέρει φθηνότερο δανεισμό κράτους και επιχειρήσεων στη συνέχεια. Ολα αυτά είναι αξιοσημείωτα και μπορεί πράγματι να παίξουν τον ρόλο τους για την επιστροφή στην ανάπτυξη.

Και όμως, ανησυχούμε. Οι λόγοι είναι πολλοί. Πρώτα από όλα, την έξοδο υπαγόρευσε εν μέρει η πολιτική λογική. Αν η κυβέρνηση ζητούσε τη συνδρομή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) δεν θα απέφευγε ένα νέο μνημόνιο, το οποίο όμως απορρίπτεται από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης, ενώ σπάνια υπερασπίζονται τη φιλοσοφία του όσοι το εφαρμόζουν. Αποσιωπήθηκε όμως ότι η Ελλάδα και χωρίς ένα νέο μνημόνιο σαν αυτά που γνωρίσαμε έως τώρα θα υπάγεται, όπως κάθε άλλο κράτος-μέλος της ευρωζώνης, στο νέο καθεστώς «αμοιβαίας εποπτείας». Αυτός ο χειρισμός μπορεί να λειτούργησε σταθεροποιητικά για την πολιτική (πράγμα θετικό), αλλά έτεινε να καλλιεργήσει την ψευδαίσθηση ότι οι αναγκαίες αλλαγές ολοκληρώθηκαν.

Συναφώς, σημειώνουμε ότι η πολιτική λογική παραμέρισε μερικές επιφυλάξεις κατά του δανεισμού από τις αγορές, ότι π.χ. η αναδιάρθρωση του χρέους έπρεπε να προηγηθεί της εξόδου στις αγορές. Το σκεπτικό: η αναδιάρθρωση θα βελτίωνε αποφασιστικά τις προοπτικές της χώρας, επομένως θα οδηγούσε σε μείωση των επιτοκίων κάτω από το επίπεδο που πέτυχε τώρα, κυρίως στο πενταετές ομόλογο.

Ας προσθέσουμε ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία κατά το τρέχον Μνημόνιο πρέπει να… αυξάνονται τα επόμενα χρόνια, μπορούν να επιτευχθούν είτε με περαιτέρω μείωση των κρατικών δαπανών είτε με αύξηση των φορολογικών εσόδων. Αν αυτό συμβεί, θα πιέζουν την οικονομία προς τα κάτω εξουδετερώνοντας άλλα αναπτυξιακά μέτρα. Και ακόμη: Η συγκριτική ανάλυση (βλέπε Abbas, S.A. et al Dealing with high debt in an area of low growth, IMF, 2013) δείχνει ότι, πέρα από τις ελληνικές ιδιαιτερότητες, υπάρχουν λίγα παραδείγματα που ανεπτυγμένες χώρες ήταν σε θέση να διατηρήσουν τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλες χρονικές περιόδους. Και αναφερόμαστε σε χώρες με σαφώς πιο γερές υποδομές.

Επίσης, η επιστροφή στις αγορές εξαγοράστηκε τρόπον τινά με τη δημοσιονομική προσαρμογή κυρίως (πρωτογενή πλεονάσματα), που επιτεύχθηκε με τη δραματική πτώση των εισοδημάτων και των συντάξεων, την «εσωτερική υποτίμηση» στον ιδιωτικό τομέα και το απαράδεκτα υψηλό ποσοστό ανεργίας. Αυτή είναι μια πηγή μεγάλης αβεβαιότητας για το τι θα συμβεί στο μέλλον.

Η επιτυχής έξοδος δεν υποδηλώνει ότι η χώρα έχει λύσει σειρά ολόκληρη διαρθρωτικών προβλημάτων. Σημαντική αιτία της επιτυχίας είναι οι νέοι κανόνες της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη. Στις συνθήκες αυτές, οι θεσμικοί επενδυτές και οι κερδοσκόποι αγοράζουν ελληνικά ομόλογα όχι μόνο λόγω των ικανοποιητικών για αυτούς αποδόσεων, αλλά και γιατί υπολογίζουν ότι ειδικά αυτά τα ομόλογα σε αντίθεση με εκείνα που κατέχουν τα κράτη-μέλη δεν θα υποστούν περικοπή (haircut) διότι θα παρέμβει εν τέλει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή ο ΕΜΣ. Και, εν τέλει, η μόνιμη έξοδος στις αγορές εξαρτάται από τη βιωσιμότητα του χρέους. Θα ήταν καταστροφικό αν η Ελλάδα επιχειρούσε να εξυπηρετήσει το χρέος της με νέο δανεισμό από τις αγορές. Η αριθμητική θα ήταν εναντίον της!

Αναμφίβολα, η πολιτική προσαρμογής πρέπει να υποστεί σοβαρές διορθώσεις σε συνεργασία με τους εταίρους στην ΕΕ. Αλλά η κατεύθυνση είναι ορθή. Θα αποδειχθούν καταστροφικές οι προτεινόμενες από τις αντιμνημονιακές δυνάμεις εναλλακτικές λύσεις που δεν αποβλέπουν στη διόρθωση της πολιτικής προσαρμογής, αλλά καλλιεργούν φρούδες ελπίδες για επιστροφή στην εποχή των ελλειμμάτων και του βολέματος εντός του κράτους και γύρω από αυτό.

O Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών