Δεν είμαι από εκείνους που έπεσαν ακόμα μια φορά από τα σύννεφα, μετά τη δημοσίευση της υποκλαπείσας συνομιλίας Κασιδιάρη με τον Τάκη Μπαλτάκο. Πρώτον, διότι δεν έμαθα τίποτα καινούργιο, ο Μπαλτάκος δεν είναι απλός αντικομμουνιστής (όπως έχει αυτοπροσδιοριστεί), είναι ένα πρόσωπο χωρίς πρόβλημα να εκφράζει ακραίες απόψεις, που συναντάμε στον επέκεινα του δημοκρατικού τόξου χώρο (για να θυμηθούμε μια έκφραση δημοφιλή, όταν συζητήσαμε τα ιδεολογικά της Χρυσής Αυγής). Και δεύτερον, διότι δεν είναι ο μόνος που έχει βρεθεί στις παρυφές της κυβέρνησης με ανάλογες αντιλήψεις, συγγενείς μιας εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας.

Θα ακουστούν διάφορα σήμερα στον απόηχο της συνομιλίας Μπαλτάκου – Κασιδιάρη και όσων ακολούθησαν τη δημοσιοποίησή της. Θα τα προσπεράσω, αφενός διότι υπάρχουν αρμοδιότεροι να τα σχολιάσουν, αφετέρου επειδή το πολιτικό πρόβλημα της κυβέρνησης σήμερα, δυστυχώς, φανερώνει και μια παράμετρο εξίσου σοβαρή: ότι οι ακραίες ιδέες του μίσους που έχουν φτάσει να εκπροσωπούνται στην κυβέρνηση είναι διάσπαρτες και στην ελληνική κοινωνία.

Είναι ακόμα αδιερεύνητο και ανοιχτό το θέμα του φόνου από ξυλοδαρμό του βαρυποινίτη Αλβανού Ιλι Καρέλι, ο οποίος την 25η Μαρτίου είχε σκοτώσει τον φύλακα Γιώργο Τσιρώνη. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση, ο Καρέλι πέθανε εξαιτίας άγριων βασανιστηρίων. Ο θάνατός του, προφανώς, δεν σβήνει τον αποτροπιασμό από τα δικά του εγκλήματα. Αλλά η αίσθηση ότι κρατικά όργανα έχουν δικαίωμα στην αυτοδικία, η ισχυρή πιθανολόγηση εκ μέρους τους ότι μπορούν να διαχειριστούν όπως θέλουν τον φονιά ενός συναδέλφου τους και πως ό,τι κάνουν θα μείνει κρυφό κάτω από την αδιατάρακτη επιφάνεια της νομιμοφάνειας είναι ένδειξη ενός κράτους που υποκρίνεται το κράτος δικαίου και μιας κοινωνίας που ανεχόμενη υποκρίνεται την ευρωπαϊκή κοινωνία, στην οποία το κοινωνικό συμβόλαιο, η διάκριση των εξουσιών, οι νόμοι και οι θεσμοί έχουν την πρωτοκαθεδρία.

Ενα από τα ζητήματα που ανέδειξε η χρεοκοπία της χώρας ήταν αυτό που αποκλήθηκε ελληνικός εξαιρετισμός. Δεν είναι μόνο η αντίφαση ότι η χώρα μας, μια χώρα στην καρδιά της Ευρώπης, συμπεριφέρεται προτάσσοντας πολιτικούς και πολιτιστικούς αναχρονισμούς. Είναι, κυρίως, η ιδιοτυπία που θέλει αυτή την αντίφαση να φτάνει στην κορυφή της πολιτικής πυραμίδας. Η ιδιοτυπία αυτή συνεχίζει, ακόμα και σήμερα, να είναι κυρίαρχη στο πολιτικό σύστημα. Ενα σύστημα υπεύθυνο για τη χρεοκοπία που πασχίζει να επιβιώσει, ίδιο κι απαράλλακτο, και μετά την καταστροφή.

Μια διαδεδομένη παροιμία κάνει λόγο για έναν λύκο που τον βάλανε να φυλάει τα πρόβατα. Αν στόχος μας είναι η ευρωπαϊκή κανονικότητα, αυτό δεν είναι κανονικό. Και ό,τι δεν είναι κανονικό, δεν μπορεί να συνεχίζει να περνάει χωρίς συνέπειες.