Είναι γνωστό ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα –ειδικά για τους πολίτες. Οταν, π.χ., δεν ικανοποιεί ο τρόπος που κυβερνάει το ένα κόμμα επιλέγουν το άλλο. Και αν απογοητευθούν και απ’ αυτό μπορούν να επιστρέψουν στο πρώτο –ή να αναζητήσουν κάποιο τρίτο. Μιλώντας για τη σημερινή κατάσταση, υπάρχει ζωή και μετά τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο. Οπως υπήρχε μετά τους προκατόχους τους και θα υπάρχει μετά τους διαδόχους τους.

Το πρόβλημα είναι ότι για πρώτη φoρά από τη Μεταπολίτευση δεν δείχνουν να το συνειδητοποιούν ούτε οι διαχειριστές της εξουσίας ούτε οι διεκδικητές της. Η πολιτική ατμόσφαιρα στη χώρα είναι τόσο διχαστική ώστε δεν αποδυναμώνει μόνο τις προσπάθειες εξόδου από την κρίση. Τραυματίζει και τα βασικά στοιχεία του πολιτεύματος, το οποίο για να λειτουργήσει απαιτεί στρατηγικές συναινέσεις που δεν υπάρχουν ούτε κατ’ ελάχιστον σήμερα.

Από τη μία ο Πρωθυπουργός έχει αποκλείσει τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τους συνομιλητές του. Δεν τον συνάντησε ποτέ κατ’ ιδίαν, δεν τον ενημέρωσε πότε για θέματα εθνικής σημασίας. Σαν να μην τον θεωρεί άξιο αυτής της ενημέρωσης ή σαν να πιστεύει ότι είναι αποσυνάγωγος.

Από την άλλη ο Αλέξης Τσίπρας –ως «νεοδημαγωγός», κατά τον χαρακτηρισμό του πολιτικού αναλυτή Λευτέρη Κουσούλη –αρνείται κάθε συνεννόηση με την κυβέρνηση, ακόμη και για αυτονόητα θέματα εθνικής προτεραιότητας, και συχνά λέει το απίστευτο «ή εμείς ή αυτοί» –σαν να βρισκόμαστε σε εμφύλιο πόλεμο.

Από τη μία το ΠαΣοΚ και η ΝΔ προβάλλουν ότι αν χάσουν την εξουσία κινδυνεύει το έθνος. Από την άλλη η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν κατανοεί καν τις γεωπολιτικές παραμέτρους που ορίζουν την υπόσταση της χώρας. Με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον τυχοδιωκτισμό της απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στην ευρωζώνη, την ελληνική συμμετοχή στην οποία δεν θεωρεί απαραίτητη ένα τμήμα της.

Ετσι το βασικό πλεονέκτημα της επιλογής για τον πολίτη πρακτικά ακυρώνεται: δεν έχει εναλλακτικές λύσεις. Ταυτόχρονα, σε περίοδο που η εθνική συνεννόηση είναι όρος επιβίωσης –όπως απεδείχθη σε άλλες χώρες σαν την Ελλάδα –τα κόμματα εξουσίας μεγαλώνουν το χάσμα ανάμεσα τους. Ηδη βρισκόμαστε εκεί όπου έλεγε ο αμερικανός δημοσιογράφος Χένρι Μένκεν: «Κάθε κόμμα ξοδεύει την ενέργειά του για να αποδείξει ότι το άλλο δεν είναι ικανό να κυβερνήσει –και τα δύο το πετυχαίνουν».