«Εχω ακόμα πολλά πράγματα να κάνω. Τη ζωή μου την απόλαυσα, αλλά δεν την πήρα ποτέ πολύ στα σοβαρά», λέει σήμερα στα 87 του, ο Ντάριο Φο στην Τζουζεπίνα Μανίν, δημοσιογράφο που υπογράφει μια εκτενή αυτοβιογραφική συνέντευξη 170 σελίδων με τον τίτλο «Ο κόσμος μου» (Εκδ. Καστανιώτη) –μεταφράστηκε από τον Ανταίο Χρυσοστομίδη.

Από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνει όλος ο κόσμος του Φο. Τα παιδικά του χρόνια, οι γονείς του, η γνωριμία του με την ηθοποιό και παντοτινή σύντροφο της ζωής του Φράνκα Ράμε (που πέθανε τον Μάιο), τα πρώτα του βήματα στο θέατρο, η λογοκρισία, οι παραστάσεις, τα έργα αλλά και η μεταγενέστερη άποψή του για την Ιταλία του μπερλουσκονισμού (που ο ίδιος πιστεύει πως έχει τα θεμέλιά της στην εποχή Κράξι αλλά και στη Χριστιανοδημοκρατία των μιζών, τότε που παγιώθηκε ένα σύστημα διαφθοράς).

Η αλληλουχία των συζητήσεων με την Τζουζεπίνα Μανίν σπάει σε ενότητες και ταυτόχρονα αποτελεί μια μπροσούρα ιδεών, ζωής και ονείρων ενός μεγάλου καλλιτέχνη του καιρού μας. Ο αναγνώστης αισθάνεται να μπαίνει ο ίδιος στο σπίτι του στην Πόρτα Ρομάνα, στο Μιλάνο, ένα σπίτι γεμάτο μάσκες. «Οταν φοράς μάσκα δεν μπορείς να είσαι ψεύτικος. Φορώντας την αποκτάς για λίγο μια άλλη ταυτότητα, μια άλλη ελευθερία, η μάσκα κρύβει την ατομικότητα και αποκαλύπτει το οικουμενικό, το ανομολόγητο. Στους πολιτικούς, τύπου Μπερλουσκόνι, δεν τη συμβουλεύω όμως καθόλου», λέει. «Η μάσκα αναδεικνύει αυτό που πραγματικά είσαι», λέει.

Αυτός ο τρελός, ο ασυμβίβαστος αριστερός, ο παθιασμένος γραφιάς και ηθοποιός πρωταγωνίστησε το 1997 στην παρακάτω σκηνή (που επίσης ζωντανεύει στο βιβλίο): ο βασιλιάς με τον μπουφόνο (τον κωμικό ηθοποιό της ιταλικής παράδοσης), καθισμένοι στο ίδιο τραπέζι, αμφότεροι με φράκα ανεπίληπτης κομψότητας, τσουγκρίζουν και ο βασιλιάς με τη βασίλισσα κοιτούν με δέος τον καλλιτέχνη και τη σύντροφό του. Η παραπάνω σκηνή θα ήταν εξωπραγματική για την περίοδο του Μεσαίωνα όπου τροβαδούροι, σαλτιμπάγκοι, μπουφόνοι καταδιώκονταν, καίγονταν στην πυρά και μάλιστα με νόμο του Φρειδερίκου Β’ το 1221, επιτρεπόταν να τους χτυπούν και να τους σκοτώνουν και οι πολίτες. Το 1997, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά: ο Κάρολος ΙΣΤ’ Γουσταύος και η βασίλισσα Σίλβια της Σουηδίας κάθησαν απέναντι από τον Ντάριο Φο και τη Φράνκα Ράμε. Σε γλώσσα γκράμελοτ (ασυνάρτητη γλώσσα που αναπτύχθηκε από περιφερόμενους γελωτοποιούς του Μεσαίωνα) ο Φο απευθύνθηκε στην κριτική επιτροπή της Στοκχόλμης και είπε: «Αγαπητά μέλη της Ακαδημίας, αυτή τη φορά υπερβάλατε: ξεκινήσατε πριν δέκα περίπου χρόνια δίνοντας το βραβείο σε έναν μαύρο, ύστερα σε έναν Εβραίο και τώρα σε έναν μπουφόνο! Μα τι συμβαίνει;». Ο Ντάριο Φο είχε μεταμορφώσει την παραδοσιακή lectio του βραβευμένου με Νομπέλ σε περφόρμανς. Και να σκεφτεί κανείς ότι στην Ιταλία δεν χειροκρότησαν όλοι. Νομπέλ σε έναν παλιάτσο; Σκάνδαλο. Ενας βουλευτής τον αποκάλεσε «Νομπέλ του κώλου», ο δήμαρχος της πόλης του, του Μιλάνο, δεν του έστειλε ούτε ένα τηλεγράφημα, δύο γνωστοί κριτικοί λογοτεχνίας αγανάκτησαν. Η κωμωδία είναι «χαμηλή κουλτούρα». Φυσικά, πολλοί άλλοι χάρηκαν πολύ.

Εξάλλου τίποτε δεν χαρίστηκε στον ιταλό συγγραφέα. Πάντα όμως στις αποσκευές του από το χωριό του, το Σαν Τζιάνο όπου γεννήθηκε, το κοντινό Πόρτο Βαλτραβάλια όπου μεγάλωσε διδάχθηκε από παράξενους ανθρώπους, φυσητές γυαλιού, παραμυθάδες, από αυτούς πήρε τα πρώτα μαθήματα μέχρι να καταδυθεί μια και καλή (και μετά τις σπουδές ζωγραφικής) στο θέατρο. Τομή στη ζωή του ήταν η Φράνκα Ράμε. Από το 1951, που την πρωτοείδε σε φωτογραφία. Αφορμή να γνωριστούν είναι το «Επτά μέρες στο Μιλάνο», που ανεβαίνει στο Θέατρο Odeon, στην Πλατεία Ντουόμο.

Οι Φο – Ράμε προσλαμβάνονται αμφότεροι, κάνουν πρόβα μαζί. Τι πιθανότητες είχε να είναι μαζί της ο μπουφόνος με τις πεταχτές δοντάρες όταν την πολιορκούν κολαούζοι με πανάκριβα αυτοκίνητα; Κι όμως. «Κάνε μια γυναίκα να γελάσει και θα πέσει στην αγκαλιά σου», έχει πει ο ίδιος στον Ανταίο Χρυσοστομίδη στις «Κεραίες της εποχής μας».