Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα υπήρξε η αρχή του τέλους για τη Χρυσή Αυγή, στη μορφή με την οποία εισέβαλε στην καθημερινότητά μας μετά τις εκλογές του 2012. Στις τηλεοπτικές οθόνες και στις σελίδες των εφημερίδων παρακολουθούμε τις ζοφερές αποκαλύψεις για τη δράση της και τις συλλήψεις του ηγετικού πυρήνα της. Ο πολιτικός κόσμος και τα μέσα ενημέρωσης συνεχίζουν να δίνουν τη μάχη με την ιδεολογία της Χρυσής Αυγής, τη μάχη για την κοινή γνώμη. Είναι γεγονός ότι οι καταιγιστικές εξελίξεις, που ακολούθησαν τη δολοφονία, επέφεραν καίριο πλήγμα στην οργανωτική δομή, στις επιχειρησιακές δυνατότητες και στους υλικούς πόρους της Χρυσής Αυγής. Η εξέλιξη αυτή είναι αναμφισβήτητα θετική και αναγκαία. Είναι όμως αρκετή;

Οι πρώτες δημοσκοπήσεις μετά το τραγικό συμβάν αποτύπωσαν σημαντική κάμψη της επιρροής της Χρυσής Αυγής. Ωστόσο, παραμένει γεγονός ότι ακόμα και σήμερα στις περισσότερες έρευνες εμφανίζεται ως το τρίτο, κατά σειρά προτίμησης, κόμμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην πρόσφατη δημοσκόπηση της Alco (25/9/2013), ως βασικό κριτήριο της ψήφου στη Χρυσή Αυγή οι ψηφοφόροι της αναφέρουν την «οργή για το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα» και δευτερευόντως την ιδεολογία της, ενώ οι μισοί από αυτούς αρνούνται πως η ιδεολογία της είναι ναζιστική. Το μέγεθος της πραγματικής απήχησής της ή ενός πιθανού διάδοχου σχήματος μένει να αποτυπωθεί στις κάλπες. Στο μεταξύ, η επιρροή των ιδεών της στην κοινή γνώμη ίσως δεν μπορεί να αποτυπωθεί με ασφάλεια στις δημοσκοπήσεις.

Η επικράτηση της ναζιστικής ιδεολογίας στον Μεσοπόλεμο οδήγησε τις κοινωνικές επιστήμες σε ένα γόνιμο προβληματισμό για τη φύση και τις δυνατότητες επηρεασμού αυτού που αποκαλούμε κοινή γνώμη. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελίζαμπεθ Νόιλε Νόιμαν διατύπωσε τη θεωρία για τη «σπειροειδή γραμμή της σιωπής», σύμφωνα με την οποία οι πολίτες δεν εκδηλώνουν εκείνες τις πεποιθήσεις τους που θεωρούνται κοινωνικά μη αποδεκτές. Ο φόβος της απομόνωσης λειτουργεί ως κίνητρο για την εναρμόνιση με την κοινή γνώμη. Μία παρόμοια ιδέα επεξεργάστηκε ο Τιμούρ Κουράν στο έργο του «Ιδιωτικές αλήθειες, δημόσια ψέματα» (Harvard University Press, 1995) κάνοντας τη διάκριση μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών προτιμήσεων. Δημόσια προτίμηση είναι αυτό που το άτομο επιλέγει να αποκαλύψει στους άλλους. Ιδιωτική προτίμηση είναι αυτό που το άτομο «θα εξέφραζε αν απουσίαζε η κοινωνική πίεση». Εντέλει, οι άνθρωποι είναι συχνά ανειλικρινείς σχετικά με το τι πιστεύουν και το τι θέλουν. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι κοινωνικές επιστήμες –και τα εργαλεία τους –αδυνατούν να προβλέψουν με ασφάλεια την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Παράλληλα, δεν πρέπει να υποτιμάται ότι τα συστήματα πεποιθήσεων των ανθρώπων είναι συχνά εντυπωσιακά ανθεκτικά, ακόμα και σε πείσμα των γεγονότων που καταρρίπτουν βασικές παραδοχές τους. Ενας τρόπος με τον οποίο καταφέρνουν να επιβιώνουν, παρά τις εξωτερικές προκλήσεις που δέχονται, είναι οι περίφημες θεωρίες συνωμοσίας. Η κατασκευή δηλαδή μιας εναλλακτικής αφήγησης για την πραγματικότητα απαλλάσσει το άτομο από την υποχρέωση να μεταβάλει ουσιαστικά τις πεποιθήσεις του. Ενας άλλος τρόπος, με τον οποίο οδηγούμαστε στο ίδιο αποτέλεσμα, είναι ο σχετικισμός, η εξίσωση δηλαδή μη συγκρίσιμων μεταξύ τους πραγμάτων και καταστάσεων.

Τις πρώτες στιγμές μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα ένα τέτοιο ενδεχόμενο φάνταζε απίθανο. Κι όμως. Και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους. Γιατί επέλεξε τώρα το «σύστημα» να εξουδετερώσει την «αντισυστημική» Χρυσή Αυγή; Ποιος ωφελείται; Σε καθημερινές συζητήσεις, διατυπώνεται πλέον και το αδιανόητο: ένας νεκρός από την εμπλοκή της Χρυσής Αυγής, χιλιάδες νεκροί από τη βία ενός συστήματος που οδηγεί στην απελπισία και στην αυτοκτονία. Φυσικά, οι απόλυτα συστημικές πηγές χρηματοδότησης και οι διασυνδέσεις της Χρυσής Αυγής παραγνωρίζονται.

Ο νεοναζισμός, λοιπόν, παραμένει υπολογίσιμος αντίπαλος στο επίπεδο της προπαγάνδας. Από την άλλη, οι πολιτικοί και τα ΜΜΕ καλούνται να ανταποκριθούν με σοβαρότητα σε έναν κρίσιμο, παιδευτικό ρόλο. Το στοίχημα είναι να δημιουργήσουν τις συνθήκες μιας γνήσιας κάθαρσης. Σε αντίθετη περίπτωση, κινδυνεύουμε μία μεγάλη μερίδα πολιτών να διαχωρίζει τα δημόσια ψέματα από τις ιδιωτικές αλήθειες της, με απρόβλεπτες συνέπειες.

Η Τζένη Λιαλιούτη είναι διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο