Ο θεαματικός τρόπος της ταυτόχρονης σύλληψης των πέντε (Νίκος Μιχαλολιάκος, Ηλίας Κασιδιάρης, Ιωάννης Λαγός, Ηλίας Παναγιώταρος, Νίκος Μίχος) από τους έξι (Χρήστος Παππάς) βουλευτών της Χρυσής Αυγής, έπειτα από άσκηση ποινικής δίωξης για τη συμμετοχή τους σε εγκληματική οργάνωση(άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ), λειτούργησε στη συνείδηση της πλειονότητας των πολιτών ως μια καθαρτήρια διαδικασία που θα επανέφερε το πολιτικό σύστημα στην κανονικότητα των μη βίαιων πολιτικών αντιπαραθέσεων. Στο ίδιο μέτρο, η δικαιοσύνη, με την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα της αντίδρασής της, αποκατέστησε ένα μεγάλο μέρος από το τρωθέν κύρος της και ήρε, έστω και προσωρινά, τις δικαιολογημένες σε πολλές περιπτώσεις κατηγορίες για αργοπορημένες αντιδράσεις και έλλειψη συντονισμού με το κοινό αίσθημα.

Ωστόσο, το μεγάλο επικοινωνιακό και πολιτικό εκτόπισμα της συγκεκριμένης ενέργειας εξέθρεψε αδικαιολόγητες προσδοκίες στον μέσο πολίτη ότι η πάταξη των εγκληματικών ενεργειών που αποδίδονται στη δράση στελεχών της Χρυσής Αυγής θα τελείωνε με τις συλλήψεις του προηγούμενου Σαββατοκύριακου. Από την πλάνη αυτή μας έβγαλαν οι αποφυλακίσεις των τριών, μέχρι χθες το μεσημέρι, εκ των τεσσάρων βουλευτών που είχαν έως τότε ανακριθεί (σ.σ.: την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν γνωρίζουμε την απόφαση για τον αρχηγό του κόμματος Ν. Μιχαλολιάκο). Το γεγονός αυτό καθαυτό δεν θα έπρεπε να ξενίζει, αν δεν ήταν τόσο συνηθισμένη, μέχρι καταχρήσεως, η επιλογή της προσωρινής κράτησης από ανακριτές και εισαγγελείς ως του προσφορότερου περιοριστικού μέτρου, ακόμη και σε περιπτώσεις που ο υπόδικος δεν ήταν ύποπτος φυγής και τέλεσης περαιτέρω ποινικών αδικημάτων. Στα μάτια της κοινής γνώμης, εξαιτίας της παραπάνω κατάχρησης, η προφυλάκιση γινόταν αντιληπτή ως προκαταβολή ποινικής καταδίκης. Το μέτρο, σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε να επιλέγεται με φειδώ και με τον επιβεβλημένο σεβασμό στο τεκμήριο αθωότητας.

Η επιβολή ηπιότερων περιοριστικών μέτρων στη συγκεκριμένη περίπτωση θα ήταν, ως έναν βαθμό, ενδεχόμενη και δεν θα έπρεπε να προκαλεί πανικό στους δημοκρατικούς πολίτες, αν τα ΜΜΕ δεν είχαν καλλιεργήσει την ψευδαίσθηση ότι είμαστε στο τέλος και όχι στην αρχή του δράματος.

Κατά τα άλλα, η Δικαιοσύνη έχει τον δικό της ρυθμό λειτουργίας –που εν προκειμένω ευχόμαστε να είναι ταχύς και εμπεριστατωμένος –και πρέπει να μείνει απερίσπαστη στη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού.

Από την άλλη πλευρά ωστόσο, η επικοινωνιακή εκμετάλλευση του γεγονότος από τα μέλη και τους οπαδούς της Χρυσής Αυγής ήταν αναμενόμενη και δεν θα πρέπει να απογοητεύει όσους εμπιστεύονται πραγματικά τη Δικαιοσύνη.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να είναι σαφές ότι η μη επιβολή του μέτρου της προσωρινής κράτησης, ως τέτοια, δεν αδυνατίζει, ούτε ενισχύει το κατηγορητήριο και το όποιο αποδεικτικό υλικό, ενώ δεν προδιαγράφει κατά κανέναν τρόπο και τη δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης, όπως το ίδιο θα ίσχυε αν είχε αποφασιστεί το αντίθετο. Συνεπώς, συνιστάται θεσμική ψυχραιμία, πολιτική αποφασιστικότητα και δικαστική ετοιμότητα. Το κέρδος από τις τελευταίες σημαντικές εξελίξεις, όπου δικαστές και όργανα του κράτους φαίνεται να κάνουν και πρέπει να συνεχίσουν να κάνουν καλά τη δουλειά τους και όχι τα αυτονόητα, έγκειται στο ότι μεταφέρει το παιχνίδι στο πεδίο των πολιτικών δυνάμεων οι οποίες θα κριθούν από το αν θα συμπτύξουν ένα πραγματικό αντιφασιστικό μέτωπο, πέρα και πάνω από τα Μνημόνια, και δεν θα περιοριστούν σε μια ρητορική αποκήρυξη της Χρυσής Αυγής όπως έκαναν έως τώρα.

Ο Παναγιώτης Μαντζούφας είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης