Η βάναυση δολοφονία του Παύλου Φύσσα βγάζει επιτέλους το κεντρικό ερώτημα από αστυνομικού χαρακτήρα αναζητήσεις και το κάνει ουσιαστικά πολιτικό και πατριωτικό: θα δεχτούμε όλοι τη συνευθύνη μας στην καλλιέργεια του νεοφασισμού στην Ελλάδα; Γιατί αν πρόκειται να τσακωθούμε και πάλι για το ποιος έχει βάλει περισσότερο νερό στο αυλάκι της Χρυσής Αυγής, τότε το μόνο που θα κάνουμε είναι να την οπλίσουμε για το επόμενο θύμα της.

Αυτό που πρωτεύει αυτή τη στιγμή δεν είναι η εξιχνίαση των βαθύτερων κοινωνικοπολιτικών αιτιών ανάπτυξης της ναζιστικής ιδεολογίας στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Εχουμε χρόνο και τρόπους να το μελετήσουμε αυτό, ακόμη και να τσακωθούμε. Αυτό που προέχει όμως είναι να συμφωνήσουμε ότι υπάρχει ένας βασικός εχθρός της δημοκρατίας που απολαμβάνουμε και σήμερα, παρά την τεράστια οικονομική κρίση και εξάρτηση, την πρωτόγνωρη ανεργία που βιώνουμε ως κοινωνία. Αν δεν αντιμετωπίσουμε αυτό τον εχθρό, τον εχθρό της δημοκρατικής πατρίδας μας, τώρα, όποιο κι αν είναι το μέλλον που οραματίζεται ο καθένας, η αυριανή ημέρα είναι βέβαιο πως θα είναι εφιαλτική.

Με απλά λόγια, εάν η Χρυσή Αυγή γίνει αντικείμενο αντιπαράθεσης, μας κέρδισε. Εάν οι θιασώτες της θεωρίας των δύο άκρων θυμηθούν με αφορμή τη δολοφονία του Φύσσα τους δολοφονημένους της Marfin, τότε το μόνο που θα κάνουν είναι να γενικολογήσουν, να υπερβούν το συγκεκριμένο έγκλημα και να χάσουν τους δράστες και τις συγκεκριμένες εκφάνσεις που παίρνει κάθε φορά η βία. Κάτι ανάλογο άλλωστε συνέβη στο έγκλημα της Marfin, γι’ αυτό οι δράστες ακόμη δεν έχουν βρεθεί και τα θύματα δεν έχουν δικαιωθεί. Το κάθε θύμα είναι μοναδικό και του αξίζει να μιλήσουμε για τη δολοφονική βία που υπέστη στη δραματική μοναξιά του.

Εάν, από την άλλη, οι θιασώτες της θεωρίας που θέλει τη Χρυσή Αυγή «μακρύ χέρι» του ανάλγητου καπιταλισμού και του Μνημονίου επεξηγήσουν το χθεσινό έγκλημα με βάση τον γενικότερο ρατσιστικό λόγο που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια ή τις ακροδεξιές καταβολές κυβερνητικών προσώπων, τότε απλώς θα της αποδώσουν και άλλους συμμάχους, εικονικούς ή πραγματικούς. Ο εθνικισμός άλλωστε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα δεν έχει πρόσημο μονάχα ακροδεξιό, έχει διαβρώσει κάθε επαναστατική πρόθεση ή ρητορεία και έχει συναινέσει σε διαπαραταξιακές κρεμάλες και λιντσαρίσματα των «προδοτών» και των «υπαλλήλων της τρόικας».

Για να γίνει η στοιχειώδης ένωση της δημοκρατικής κοινωνίας απέναντι στον νεοφασισμό, πρέπει όλες οι πλευρές να καταλάβουν ότι δεν ωφελούνται από την παρουσία της Χρυσής Αυγής. Κάτι που δεν είναι ακόμη δεδομένο, παρά τις ρητορικές αποδοκιμασίες στις οποίες συχνά προβαίνουν άτομα και φορείς. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι εφόσον κάποιοι επιμείνουν να παίζουν στο γήπεδο της αγανακτισμένης βίας, θα ηττηθούν κατά κράτος από τη Χρυσή Αυγή γιατί δεν μπορούν να την ξεπεράσουν σε υφολογική ακρότητα και σε στοιχεία αντικουλτούρας. Πρέπει επίσης να γίνει αντιληπτό σε όσους φαντασιώνονται ένα βίαιο εμφύλιο στους δρόμους με αντιφασιστικό μονάχα πρόσημο, ότι απλώς θα συμβάλουν σε χουλιγκανικές αντιπαραθέσεις που θα γίνονται διαρκώς και πιο ανεξέλεγκτες. Τέλος, όσοι επενδύουν στον λόγο της «τάξης και της ασφάλειας» που η Χρυσή Αυγή ενσαρκώνει παραδειγματικά, απλώς θα καταντήσουν ένα μίζερο κακέκτυπό της.

Είναι η ώρα της ίδιας της δημοκρατικής κοινωνίας να παραδεχτεί την ενοχή της. Να στιγματίσει το 10% που φέρεται να φλερτάρει με τον νεοφασισμό. Να δείξει το τέλος της ανοχής της στη φασιστική βαρβαρότητα και στον λόγο του μίσους. Είναι η στιγμή να μεριάσουν προσωρινά οι επιμέρους διαφορές και αντιπαραθέσεις. Είναι η ώρα να συναινέσουμε απέναντι στη μεγάλη κοινή απειλή που βάζει σε κίνδυνο κάθε αντιπαράθεση, κάθε διαφωνία, τον ίδιο τον πολιτισμικό πλουραλισμό. Το αν θα αποφασιστεί η Χρυσή Αυγή να βγει εκτός νόμου είναι δευτερεύον μπροστά στο επείγον ζήτημα να συμφωνήσουμε ότι ο φασισμός είναι εδώ, είναι μέσα μας. Είναι τραγικά ανησυχητικό που δεν έχει γίνει ακόμη μια αντιφασιστική καμπάνια σε συνεννόηση κομμάτων και ΜΜΕ. Είναι ανησυχητικά τραγικό που δεν έχει γίνει ακόμη μια συνάντηση όλων των πολιτικών αρχηγών όχι για νομικίστικα τερτίπια αλλά για τη συμβολική προάσπιση της δημοκρατίας και μόνο! Ας ελπίσουμε πως δεν είναι αργά.

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ