Η τρέχουσα δανειακή σύμβαση με την τρόικα υπό τους όρους που περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο λήγει το 2014. Από το β’ εξάμηνο του ίδιου έτους η Ελλάδα θα εμφανίσει ένα χρηματοδοτικό κενό, δηλαδή, οι πόροι που διαθέτει δεν θα επαρκούν για να καλύψει τις υποχρεώσεις της κυρίως για αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων δανείων το 2014 και το 2015 (πιθανόν και μέρους των τόκων). Αν προσφύγει στις αγορές θα υποχρεωθεί να πληρώσει επιτόκια πολύ υψηλότερα από τα σημερινά.

Επομένως το ζήτημα του κενού είναι σημαντικό. Οπως διαφαίνεται, θα λυθεί με μια νέα δανειακή σύμβαση. Αλλά δεν πρέπει να αποστρέψει την προσοχή μας από το μείζον πρόβλημα της χώρας που είναι ο τεράστιος όγκος χρέους. Τα ερωτήματα που τίθενται, πέρα από ευθύνες και Ιστορία, είναι τι πρέπει να γίνει με αυτό, τι ακριβώς μπορεί να ζητήσει η χώρα, πότε και τι είναι διαπραγματευτικά εφικτό. Και ποια πολιτική οικονομικής προσαρμογής θα είναι δυνατή από ή μετά το 2014.

Κατά τη γνώμη μου (και πολλών άλλων) αποκλείεται το χρέος (και ειδικότερα ο λόγος χρέους) να τεθεί σε τροχιά μείωσης από το 2015 μόνο με εθνικές προσπάθειες αποταμίευσης (= δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων και ιδιωτικοποιήσεις), χωρίς αναδιάρθρωση ή και αναδιάταξη. Ο στόχος ενός λόγου χρέους 110% του ΑΕΠ έως το 2022 μόνο με τις δικές μας προσπάθειες θα προϋπέθετε εξωπραγματικούς ρυθμούς μεγέθυνσης και μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα διαρκείας.

Αλλά η επίτευξη και κυρίως η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων στο μέλλον είναι σχεδόν αδύνατη. Εκτός τούτου, οι προοπτικές μεγέθυνσης της χώρας είναι δυσμενείς, παρά τις επίσημες προσδοκίες για ανάκαμψη το 2014, λόγω μικρής εξαγωγικής βάσης (που αναπτυσσόμενη θα παρέσυρε όλη την οικονομία), πολιτικών αβεβαιοτήτων, συνεχιζόμενης περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής (λιτότητας), υπερβολικά υψηλού λόγου χρέους κ.λπ. Ούτε μπορεί κανείς να αναμένει σοβαρή μείωση του χρέους μέσω ιδιωτικοποιήσεων.

Το δημόσιο χρέος της χώρας έφθασε ήδη (2013) σε περίπου 320 δισ. ευρώ ή 175% του ΑΕΠ. Συνολικά επιστρέφει στα προ Μνημονίου (2010) επίπεδα. Απέναντι στα χρέη αυτά, το ΑΕΠ έχει μειωθεί δραματικά στα 183 δισ. ευρώ. Επομένως, από τη σκοπιά αυτή, η χώρα είναι σε χειρότερη θέση να το αντιμετωπίσει αφού έχει καταρρεύσει η παραγωγική της βάση. Το προηγούμενο κούρεμα (PSI) και η επαναγορά του 2012 δεν κατάφεραν να το φέρουν σε βιώσιμη τροχιά.

Η αναδιάρθρωση (= διαγραφή τμήματος) του δημόσιου χρέους της χώρας θα έπρεπε να είναι μέρος μιας οριστικής λύσης του προβλήματος. Αλλα μέρη της λύσης θα ήταν η μείωση των επιτοκίων, η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων κ.λπ. Για το μέλλον η επιμήκυνση της αποπληρωμής θα αποφέρει κάποια οφέλη, αλλά το υψηλό χρέος δεν θα επιτρέπει την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές. Πάντως η περαιτέρω μείωση των επιτοκίων θα αποδέσμευε πόρους π.χ. για επενδύσεις. Η επιμήκυνση και η μείωση των επιτοκίων δίνουν διέξοδο με δεδομένες τις πολιτικές επιφυλάξεις του Βορρά για μια κανονική διαγραφή υποχρεώσεών μας έναντι του επίσημου τομέα. Σε απλή διατύπωση είναι η λύση που προτιμά.

Υπέρ της περικοπής του χρέους, όμως, συνηγορούν η οικονομική λογική και η πρόσφατη εμπειρία. Είναι τελείως διαφορετικό το θέμα πώς μπορεί να γίνει η αναδιάρθρωση ώστε να καμφθούν οι πολιτικές αντιστάσεις στη Βόρεια Ευρώπη. Δυνατότητες υπάρχουν π.χ. αν ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθεροποίησης (ΕΜΣ) αναλάβει το κόστος ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών ή αν καθιερωθεί ένα σύμφωνο απόσβεσης όπως έχει προταθεί από το Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων της Γερμανίας.

Βέβαια, το τι μπορεί να ζητήσει (και πότε) η ελληνική πλευρά έχει πολιτικά όρια. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν εγγυηθεί τα δάνεια στην Ελλάδα και επομένως κάθε περικοπή θα ανέβαζε το δικό τους χρέος, πιθανόν το κόστος εξυπηρέτησής του και θα επιβάρυνε εντέλει τους φορολογούμενούς τους. Οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις δεν πρέπει να υποτιμούν ότι η περικοπή χρεών είναι πολιτικά ευαίσθητο ζήτημα και για τους άλλους, ούτε να χρησιμοποιούν μια ρητορική που αγνοεί το διεθνές δίκαιο μιλώντας φερ’ ειπείν για ένα «επαχθές» χρέος ως εάν είχαμε δικτατορία στην Ελλάδα.

Γεγονός είναι ότι η εκμηδένιση των πρωτογενών ελλειμμάτων που διαφαίνεται ήδη το 2013 (αλλά μένει να επιβεβαιωθεί αξιόπιστα) και οι επιβαλλόμενες επώδυνες μεταρρυθμίσεις ενισχύουν τη διαπραγματευτική δύναμη της χώρας σε θέματα αναδιάρθρωσης ή και αναδιάταξης του χρέους και αναπτυξιακής πολιτικής. Η μάχη θα κερδηθεί πρώτα εδώ!

Ο Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών