Η Μπριγκίτε είναι 80 ετών και πρόσφατα διαγνώσθηκε με καρκίνο. Ζει σε μια ήσυχη περιοχή στη Βόρεια Βιρτζίνια, μαζί με τον γιο της. Την κόρη της την έχει χάσει, τα εγγόνια της την επισκέπτονται συχνά. Στα νιάτα της είχε εργασθεί για τρία χρόνια ως μοντέλο για τον Balenciaga, στην Ισπανία. Εκεί γνώρισε τον σύζυγό της, έναν ιρλανδοαμερικανό μηχανικό, αργότερα τον ακολούθησε στη Λιβερία, στην Ελλάδα, στο Ιράν, στο Βιετνάμ. Ζει στην Ουάσιγκτον από το 1972. Η Μπριγκίτε δούλευε 35 χρόνια σε μία μπουτίκ. Την αληθινή της ιστορία, όμως, δεν την ξέρουν ούτε τα εγγόνια της.

Η Μπριγκίτε είναι κόρη του Ρούντολφ Ες, όχι του Rudolph Hess, του διαβόητου αναπληρωτή του Χίτλερ, αλλά του Rudolph Höss, του διαβόητου διοικητή του Αουσβιτς. Ηταν αυτός που σχεδίασε και έχτισε το Αουσβιτς, μετατρέποντας έναν παλιό στρατώνα της Πολωνίας σε ένα εργοστάσιο θανάτου. Στο ναζιστικό στρατόπεδο του Αουσβιτς πέθαναν μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος 1,1 εκατ. Εβραίοι, 20.000 Ρομά και δεκάδες χιλιάδες πολωνοί και ρώσοι πολιτικοί κρατούμενοι. Ο πατέρας τής Μπριγκίτε ήταν από τους μεγαλύτερους σφαγείς της Ιστορίας. Αλλά την ιστορία της κόρης του ίσως να μην τη μαθαίναμε ποτέ αν δεν υπήρχε ο βρετανοαμερικανός δημοσιογράφος Τόμας Χάρντινγκ.

Το 2006, στην κηδεία του αδελφού του παππού του, του Χανς Αλεξάντερ, ο Χάρντινγκ έμαθε ότι ο άνθρωπος αυτός, ένας Γερμανοεβραίος που είχε διαφύγει από το Βερολίνο τη δεκαετία του 1930, υπήρξε κυνηγός των Ναζί. Και ότι τον Μάρτιο του 1946, ως λοχαγός του βρετανικού Στρατού τότε, είχε εντοπίσει και συλλάβει τον διοικητή του Αουσβιτς. Εξι χρόνια έψαχνε στα αρχεία και μιλούσε με επιζήσαντες ο Χάρντινγκ. Του χρειάστηκαν τρία χρόνια για να εντοπίσει την Μπριγκίτε. Δέχθηκε να του μιλήσει υπό τον όρο να μην αποκαλύψει το επώνυμο που πήρε από τον (πρώην) σύζυγό της. «Υπάρχουν τρελοί εκεί έξω. Μπορεί να κάψουν το σπίτι μου», του είπε. Το νέο βιβλίο του Τόμας Χάρντινγκ «Χανς και Ρούντολφ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Simon & Schuster. Τη συνάντησή του με την Μπριγκίτε Ες ο δημοσιογράφος την αφηγήθηκε στην «Ουάσιγκτον Ποστ».

H Ινγκε-Μπριγκίτε Ες γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου 1933 σε μια φάρμα κοντά στη Βαλτική, το τρίτο από πέντε παιδιά. Η παιδική της ηλικία ήταν γεμάτη μετακομίσεις –από το ένα ναζιστικό στρατόπεδο στο άλλο, καθώς ο πατέρας της ανέβαινε στην ιεραρχία των Ες Ες: στο Νταχάου από το πρώτο έως τα πέντε της χρόνια· στο Σάξενχαουζεν από τα πέντε έως τα επτά της χρόνια· στο Αουσβιτς από τα επτά έως τα 11 της χρόνια. Την περίοδο 1940-1944 η οικογένεια Ες έμενε σε μια διώροφη βίλα στις παρυφές του Αουσβιτς. Μόλις λίγα βήματα από τη φρίκη, ζούσε σε αυτό που η μητέρα τής Μπριγκίτε, Χέντβιγκ, περιέγραφε ως «παράδεισο»: είχαν μαγείρους, γκουβερνάντες, σοφέρ, μοδίστρες, κομμώτριες και καθαρίστριες, κάποιοι από αυτούς κρατούμενοι. Αλλά η Μπριγκίτε δεν θέλει να μιλάει γι’ αυτά, «έχει περάσει καιρός», λέει, «δεν έκανα τίποτε από όσα έγιναν».

Τον Απρίλιο του 1945, νιώθοντας τον άνεμο να αλλάζει, ο Ρούντολφ Ες διέφυγε μαζί με την οικογένειά του, εγκαταστάθηκε κοντά στα σύνορα με τη Δανία προσποιούμενος τον αγρότη και περίμενε τη σωστή στιγμή ώστε να φύγουν για Λατινική Αμερική. Λιγότερο από έναν χρόνο αργότερα, ωστόσο, ακούστηκε το χτύπημα του τέλους στην πόρτα τους. Ο Ες παραδόθηκε στους Αμερικανούς, κατέθεσε στη Νυρεμβέργη. Κατόπιν παραδόθηκε στους Πολωνούς που τον κρέμασαν δίπλα στα κρεματόρια του Αουσβιτς. Ακολούθησε για την οικογένειά του μακρά περίοδος φτώχειας. Αλλά τη δεκαετία του 1950 η Μπριγκίτε κατάφερε να εγκαταλείψει τη Γερμανία και να ξεκινήσει νέα ζωή στην Ισπανία. Είπε από νωρίς την αλήθεια στον μέλλοντα σύζυγό της. «Σοκαρίστηκα. Αλλά μετά συνειδητοποίησα ότι ήταν και αυτή θύμα», δήλωσε εκείνος. Ανάλογη κατανόηση έδειξαν και οι ιδιοκτήτες της μπουτίκ στην Ουάσιγκτον όπου εργάσθηκε η Μπριγκίτε 35 χρόνια –παρότι, όπως της αποκάλυψαν, ήταν Εβραίοι που είχαν διαφύγει από τη ναζιστική Γερμανία το 1938.

Δεκαετίες αργότερα η Μπριγκίτε Ες θυμάται τον πατέρα της ως τον «πιο καλό άνθρωπο στον κόσμο», δυσκολεύεται να συμφιλιώσει μέσα της το πρόσωπο του τρυφερού πατέρα με εκείνο του διοικητή του Αουσβιτς. Ισως γι’ αυτό να επιμένει σε εκείνη την αόριστη ανάμνηση από την παιδική της ηλικία, την εντύπωση ότι «είχε μέσα του μια θλίψη».