Προσπαθώ να βρω ελαφρυντικά σε αυτό το γαϊδουροκαλόκαιρο που έχει βαλθεί να μας ξεκάνει και ορισμένως τα καταφέρνω. Καλή διάθεση να υπάρχει· α, ναι, και δουλίτσα που μας υποχρεώνει να εκτιθέμεθα γραπτώς με 80% υγρασία εν μέσω καυτής επικαιρότητας. Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω και καμιά φορά, βραδάκι, ξεβράζομαι σε τυμπανιαία κατάσταση σε αυτή την καρμανιόλα που παριστάνει το μέτωπο της πρωτεύουσας προς τη θάλασσα. Εκεί, απέναντι από το σβιν και σβιν των διασταυρούμενων αυτοκινήτων, υπάρχει μια προκυμαία που κάποτε ονειρευόταν να γίνει εσπλανάδα α λα μανιέρ της ολυμπιακής Βαρκελώνης· τελικά όμως δεν έγινε.

Σε αυτή τη στεριά, λέω, θέλω να κολυμπήσω και αμέσως βγάζω τα ρούχα μου. Οχι τα κανονικά, αλλά τα άλλα. Εκείνα που με εμποδίζουν να βλέπω τους ανθρώπους και τον τρόπο που έχει ο καθένας να επιβιώνει χωρίς να γίνεται μούσκεμα απ’ το μαράζι της πραγματικότητας. Προσπερνώ το κιόσκι με την αυτοσχέδια χορωδία γειτόνων και περιπατητών και χαζεύω τα καροτσάκια. Πολλά τα καροτσάκια, λεγεών. Σαν από κάπου να τους δίνει κάποιος κρυφά το σήμα και αυτά να ξεχύνονται βραδιάτικα στην παραλιακή για να ζήσουν μιας ώρας ελεύθερη ζωή. Είναι τα γερασμένα ζευγάρια, ο ένας στο αναπηρικό και ο άλλος στα τιμόνια του. Αυτοί είναι οι φίλοι μου, για τη δική τους επικαιρότητα θα ήθελα μια μέρα να γράψω.