Στα είκοσι χρόνια που κρατάει αυτό το ιδιότυπο κρυφτό ανάμεσα στον Σίλβιο Μπερλουσκόνι και στη Δικαιοσύνη, η ιταλική Δημοκρατία έχει αλλάξει τρεις Προέδρους. Ευτυχώς, κανένας τους δεν είπε ότι έναν πρώην πρωθυπουργό δεν τον στέλνεις στη φυλακή αλλά στο σπίτι του, όπως είχε πει κάποτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ακόμη, όμως, και αν ένας από αυτούς άφηνε να εννοηθεί ότι οι πρώην πρωθυπουργοί δεν πρέπει να ελέγχονται ποινικά από τη Δικαιοσύνη, αλλά να κρίνονται μόνο πολιτικά από τον λαό, δύσκολα θα βρισκόταν κάποιος που θα εκλάμβανε αυτή την άποψη ως απόσταγμα σοφίας. Αντίθετα, θα αναρωτιόταν ποιος μπορεί να είναι ο αποδέκτης της. Οι δικαστές; Θα ήταν απίθανο να υπέπιπτε σε ένα τέτοιο θεσμικό ατόπημα ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Μπερλουσκόνι; Αδύνατον, δεν έχουν καμιά δουλειά στην απονομή της δικαιοσύνης.

Αν βγάλουμε από το οπτικό μας πεδίο το στερεότυπο «Ούνα φάτσα ούνα ράτσα» που μας πρόσφερε ως ανάσα διεξόδου από τη βαλκανική μας μοναξιά ο Ντάριο Φο, θα διακρίνουμε μια διαφορά φάσης δημοκρατικής ωριμότητας. Ακόμη και την εποχή της παντοδυναμίας του, ο Μπερλουσκόνι δεν μπόρεσε να δημιουργήσει ένα τόσο ασφαλές δίχτυ προστασίας όπως αυτό που ύφαναν και κατοχύρωσαν συνταγματικά οι έλληνες συνάδελφοί του. Η γραμμή άμυνάς του ήταν μερικοί νόμοι ad personam και τα κόλπα των δικηγόρων του που, όπως αποδείχθηκε, του εξασφάλισαν μόνο χρόνο. Για να δικαστεί, δεν χρειάστηκαν μια Εξεταστική Επιτροπή, μια Προανακριτική, μια ψηφοφορία στη Βουλή, ένα Δικαστικό Συμβούλιο και ένα Ειδικό Δικαστήριο, δηλαδή μια κομέντια α λα γκρέκα όπου οι βουλευτές υποδύονται πρώτα τους εισαγγελείς, έπειτα τους ανακριτές και μετά ξαναγίνονται βουλευτές για να αποφασίσουν εάν έκαναν σωστά τη δουλειά ως ανακριτές.

Ο Μπερλουσκόνι ψάχνει για εχθρούς και βρίσκει μόνο «κόκκινους» δικαστές. Δεν του δόθηκε στο πιάτο η ευκαιρία να καταγγείλει σχέδια πολιτικής και ηθικής εξόντωσης, δεν είχε την τύχη να δείξει στο πρόσωπο του πρώτου πολιτικού του αντιπάλου που θα του βρισκόταν πρόχειρος τον ενορχηστρωτή της δολοπλοκίας. Του στερήθηκε το δικαίωμα να βγάζει πύρινους λόγους για ρεβανσισμό και δειλούς που τον στέλνουν στα δικαστήρια γιατί δεν μπορούν να τον κερδίσουν στις εκλογές. Τα αφοσιωμένα στελέχη του δεν μπορούν να απειλήσουν ότι η Ρώμη θα γίνει Κάιρο, δεν έχει νόημα να μιλήσει κανείς για «βρώμικο ’13» και κανείς δεν σκίζει την κοινή γνώμη στα δύο για να βαφτίσει το μισό της κομμάτι «λαό που μίλησε». Και μην πει κάποιος ότι εκείνη η εποχή είναι πολύ πίσω. Για ένα πολιτικό σύστημα που αποφάσισε ξαφνικά να κανιβαλίσει γύρω από τον Εμφύλιο, το Βρώμικο ’89 μόλις που έχει αρχίσει να αχνοφέγγει στο μέλλον.