Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα; Γιατί θυμάται και χαίρεται αυτά που θα έπρεπε να θυμάται και να κλαίει;

Γιατί, πατέρα, χρειαζόμαστε στρατόν ολόκληρο από αμύντορες του κοινοβουλευτισμού, από ευφραδείς πολιτειολόγους και εμβριθείς βαϊμαρολόγους, για να αμυνθούμε απέναντι στην ωμή βλακεία; Γιατί μας απειλεί με τόση ευκολία ένας τύπος που έχει στιγματίσει το μπράτσο του με μια μαιανδροσβάστικα και μια φάτσα «this is Sparta»; Τόσο πολύ αδυνάτισε, πατέρα, ο κοινοβουλευτισμός, ώστε να κλονίζεται κάθε φορά που αποφασίζουν να δείξουν τα μπράτσα τους τέτοια κνώδαλα;

Γιατί φθάσαμε να θεωρούμε επιτυχία ότι ματαιώθηκε ο εορτασμός της 4ης Αυγούστου; Γιατί ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ξεκινά όλες τις ομιλίες του οικτίροντας τη «χούντα με κοινοβουλευτικό μανδύα»; Γιατί προτιμά το πεζοδρόμιο από το βουλευτήριο; Δεν μπορούμε πια να υπερασπιστούμε δημοκρατικώς τη δημοκρατία;

Γιατί οι αριστεροί δεν βρίσκουν άλλη γλώσσα, εκτός από το γουναράδικο ιδίωμα; Γιατί οι δεξιοί έφθασαν να εύχονται να είχαμε ζήσει τον Υπαρκτό, για να μην μπορούν τώρα κάποιοι να προπαγανδίζουν ακόμη τον Ανύπαρκτό;

Δεν ξέρεις, πατέρα; Δεν άκουσες, παραμονή της 4ης Αυγούστου, τι ρώτησε στην Επίδαυρο ο Οδυσσέας με το που έφθασε στη χώρα των Κυκλώπων: «Τίνος είναι υπήκοοι; Ή μήπως έχουνε δημοκρατία;»;

Μονάδες: Ακούει δ’ ουδέν ουδείς ουδενός.

Κανείς και σε τίποτε δεν υπακούει σε κανένα.

Ας καταγραφεί, πατέρα, στα πρακτικά ότι στο άκουσμα της λέξης «δημοκρατία» ο θίασος έπεσε στο χώμα. Σαν κεραυνοβολημένος. Και όλο το θέατρο γέλασε. Ο κόσμος χάρηκε.

Μονάδες. Και κανείς κανενός.