«ΚΙ αν δεν μπορείς να κάνεις τη ζωή σου όπως θέλεις, μην την εξευτελίζεις μες τες πολλές συνάφειες» με βαλίτσες μετρητών ή επιταγές. Ο στίχος του Κ.Π. Καβάφη σε φόντο μαύρου πολιτικού χρήματος θα μπορούσε να είναι το σχόλιο για το φινάλε της δίκης του Ακη. Αυτό το αυγουστιάτικο ξεκατίνιασμα Τσοχατζόπουλου, Ζήγρα, Σαχπατζίδη για τα λεφτά, τους υποτιθέμενους άραβες επενδυτές, τα ιδιωτικά αεροσκάφη και δεν συμμαζεύεται είναι το ναδίρ μιας δικαστικής διαδικασίας, που αναρωτιέται κανείς αν συνεχίζει να σοκάρει ακόμη και μια κοινή γνώμη που θα τη φανταζόταν πλήρως αναισθητοποιημένη.

Η dolce vita Τσοχατζόπουλου αποδομείται και αποσυντίθεται, ενώ όλοι αυτοί οι κύριοι που δεν πατούσαν στο έδαφος εδώ μια δεκαετία, είναι τώρα σκιές που αλληλοκατηγορούνται. Σε όλη αυτή την ιστορία, η φιγούρα του Ακη προκαλεί θλίψη μέσα στην εξαϋλωσή της. Αυτός ήταν ο άνθρωπος που παραλίγο να γινόταν αρχηγός του ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργός το 1996. Μια χούφτα ψήφοι όλες κι όλες καθόρισαν το αποτέλεσμα στην εκλογή Σημίτη από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς. Το πρόβλημα όμως προκύπτει όταν πρέπει να ξαναδιαβάσει κανείς εκ των υστέρων τα πολιτικά γεγονότα εκείνων των ετών. Ο Τσοχατζόπουλος, καθώς ήταν ο «άλλος άνθρωπος» του ΠΑΣΟΚ, βρισκόταν μέσα σε όλα. Και η παρουσία του συμβολίζει το πώς ο μαύρος πλουτισμός είχε φωλιάσει μέσα στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος.

ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ότι η δίκη περνάει πια ντούκου. Ολα σχεδόν είναι γνωστά. Ισως. Ωστόσο, υπάρχει μια άδηλη συσχέτιση ανάμεσα στο ξέσπασμα της υπόθεσης Ακη, το Πάσχα του 2011, και στην κατιούσα που παίρνει η δημοσκοπική γραμμή του ΠΑΣΟΚ. Οσο εξελίσσεται η υπόθεση τόσο το ΠΑΣΟΚ δυσκολεύεται να σηκώσει κεφάλι. Δύσκολα δέχεται κανείς ότι είναι αυτός ο κύριος λόγος. Αλλά υπάρχει μια συμβολική διασύνδεση. Το ηθικό κολαστήριο –πριν έρθει η τελική κρίση της Δικαιοσύνης –είναι αδύνατο να έχει αφήσει αλώβητο το κατ’ εξοχήν κόμμα εξουσίας της Μεταπολίτευσης.

ΕΝΑΣ βρετανός πολιτευόμενος, ο Ινοχ Πάουελ έχει γίνει διάσημος για την παρατήρησή του ότι «όλες οι πολιτικές καριέρες τελειώνουν στην αποτυχία». Δηλαδή, για κάθε πραγματικό ή επίδοξο Ναπολέοντα Βοναπάρτη υπάρχει στο τέλος ένα Βατερλώ. Στην περίπτωση του Τσοχατζόπουλου, όμως, δεν έχουμε ήττα. Εχουμε εξευτελισμό. Και, βέβαια, δεν είναι τυχαίο –αφού τίποτε δεν είναι τυχαίο στην πολιτική –ότι αυτό το θλιβερό τέλος προκύπτει ακριβώς στη φάση που η κρίση επέβαλλε μια φοβερή εκκαθάριση της μεταπολιτευτικής τάξης πραγμάτων. Συνηθίζαμε να λέμε ότι τα Καθαρά Χέρια στην Ιταλία ή τα μαύρα ταμεία του CDU στο φινάλε του Κολ στη Γερμανία αποτελούσαν πρότυπα τέλους εποχής στην πολιτική. Ωστόσο, η ελληνική περίπτωση, το Μνημόνιο ως λαιμητόμος, τα ξεπερνάει όλα αυτά και σε ωμότητα αλλά και σε βάθος εκκαθάρισης. Με τον Τσοχατζόπουλο στην πιο δεινή θέση.