Αν εμπιστευτεί κανείς τη σοφία του Λεωνίδα Κύρκου, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν «βαθύτατα διεφθαρμένος». Ο Παρασκευάς Αυγερινός αποκάλυψε τα ψυχολογικά βάρη του παλιού του αρχηγού, εκείνη την περίοδο αδυναμίας που είχε καθηλωθεί σε μια πολυθρόνα τυλιγμένος σε μια κουβέρτα, χαμένος στον πόνο της απώλειας ενός εξωσυζυγικού έρωτα. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης προτίμησε να παραδώσει τον αιώνιο αντίπαλό του στην πιο βολική κρίση της Ιστορίας.

Για κάποιον που λατρεύτηκε από τα πλήθη σαν θεός, πολιτεύτηκε στο εσωτερικό σαν λατινοαμερικανός δημαγωγός και κινήθηκε στη διεθνή σκηνή σαν πονηρός Βαλκάνιος, η επιστροφή στην επικαιρότητα δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει τα χαρακτηριστικά της νεκρανάστασης. Το προσωπικό κατασκεύασμα του Παπανδρέου ήταν η εποχή του. Αρχισε να ξεφτίζει μόλις τέσσερα χρόνια πριν αλλά έχει ήδη καταρρεύσει. Το τέλος της Μεταπολίτευσης δεν σηματοδότησε μόνο το τέλος της επίπλαστης ευμάρειας, σήμανε και το τέλος των «μεγάλων ηγετών». Ο τελευταίος που τον υποδύθηκε –εμφανώς απρόθυμα –ήταν ο Κώστας Καραμανλής. Αυτός που λυσσάει σήμερα να παίξει τον ρόλο είναι ο Αλέξης Τσίπρας. Ταλαιπωρεί τις φωνητικές του χορδές, ξεπατικώνει ηχοχρώματα, κλέβει πόζες. Ο κόσμος, όμως, δεν κάνει πια ουρά στα ταμεία.

Για κάποιον που ενηλικιώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80, που έζησε δηλαδή στο εφηβικό του πετσί τον λατρευτικό παραλογισμό των επίγειων θεοτήτων, το τέλος εποχής προσφέρει μόνο ανακούφιση. Ο ανεξήγητος πολιτικός φανατισμός εκείνης της δεκαετίας, η πελατειακή άσκηση της εξουσίας, το κομματικό κράτος ήταν τα συστατικά της νηπιακής μας δημοκρατίας. Σε μια ώριμη δημοκρατία δεν υπάρχουν ηγέτες που «σώζουν», υπάρχουν πολιτικοί που απλώς «κάνουν τη δουλειά». Σε ένα οργανωμένο κράτος τα δημόσια έργα δεν είναι προϊόν προσωπικής προσφοράς ηρωικών αξιωματούχων. Είναι αποτέλεσμα συλλογικής απόφασης, γνώμονας της οποίας είναι η βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών. Οι μαρμάρινες πλάκες έξω από νοσοκομεία και αθλητικά κέντρα που υπενθυμίζουν στους πολίτες ότι «εγκαινιάσθηκαν επί υπουργίας Τάδε» δεν αντέχουν καν ως τεκμήρια ιστορικής μνήμης.

Αφού, λοιπόν, ξεμπερδέψαμε με τις νεκραναστάσεις, ας ασκηθούμε στο πιο απαιτητικό σπορ της ψύχραιμης αποτίμησης. Ας προσπαθήσουμε να τοποθετήσουμε όλα αυτά τα τοτέμ του παρελθόντος μας εκεί όπου πραγματικά ανήκουν, δηλαδή κάπου ανάμεσα στο πλιάτσικο και τον εκσυγχρονισμό μιας τραυματισμένης κοινωνίας. Δεν το απαιτεί μόνο η λογική. Το επιβάλλει το παρόν μας. Και κυρίως το μέλλον μας.