Οταν κατακαθίσει ο κουρνιαχτός που προκάλεσαν οι μαύρες οθόνες και η διαδικασία με την οποία καταργήθηκε αιφνιδιαστικά η ΕΡΤ, το ελληνικό κράτος θα κληθεί να πάρει μία πολύ σοβαρή απόφαση για το μέλλον της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Η απόφαση αυτή είναι απαραίτητο να στηριχθεί σε ορισμένες βασικές αρχές που αφορούν τόσο τις υποχρεώσεις του κράτους προς τους πολίτες όσο και τη δίκαιη κατανομή των πεπερασμένων πόρων που διαθέτει. Η ένταση που κυριάρχησε στον δημόσιο διάλογο επιβάλλει, προτού σκιαγραφήσουμε τις αρχές αυτές, να σταθούμε κριτικά σε δύο κεντρικά επιχειρήματα: το ένα αναφέρεται στα δικαιώματα και το άλλο στις προτιμήσεις των πολιτών.

Λέγεται, καταρχάς, ότι η κατάργηση της ΕΡΤ παραβιάζει την ελευθερία της έκφρασης, τόσο των εργαζομένων όσο και όσων ενημερώνονται από αυτήν. Τούτη όμως είναι μια πρόχειρη προσέγγιση της έννοιας «ελευθερία». Η μεν αρνητική ελευθερία εξασφαλίζεται με την απουσία εξαναγκαστικής παρεμβολής: όταν δεν με εμποδίζουν να κάνω κάτι, είμαι ελεύθερος να το κάνω. Το κλείσιμο της ΕΡΤ δεν καταργεί την αρνητική ελευθερία της έκφρασης, διότι εξακολουθούμε να είμαστε όλοι ελεύθεροι να πούμε την άποψή μας, με τις δικές μας δυνάμεις.

Οπως έλεγε ο Ελβέτιος, η ελευθερία δεν συνίσταται στο να μπορεί να πετάει ο άνθρωπος σαν αετός και να κολυμπά σαν δελφίνι. Η δε θετική ελευθερία εξαρτάται από τα μέσα που διαθέτω: χρειάζομαι επιλογές για να είμαι ελεύθερος. Χωρίς ΕΡΤ, έχουμε μία επιλογή λιγότερη, γεγονός που θα μπορούσε να καταργεί τη θετική ελευθερία έκφρασης των μεν και ενημέρωσης των δε. Αλλά δεν είναι έτσι: είναι παράλογο να υποστηρίζει κανείς ότι για να είναι ελεύθερος να εκφράζεται ή να ενημερώνεται θα πρέπει να μπορεί να το κάνει μέσω ΕΡΤ. Αυτό που μπορούμε να αξιώσουμε είναι αρκετές επιλογές έκφρασης/ενημέρωσης και όχι κάθε δυνατή ή μια συγκεκριμένη επιλογή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην εποχή μας έχουμε στη διάθεσή μας πληθώρα μέσων τόσο για την έκφραση όσο και για την ενημέρωσή μας. Το κράτος υποχρεούται να φροντίζει να εξακολουθούμε να τις διαθέτουμε, αλλά δεν καταργεί την ελευθερία έκφρασης κλείνοντας την ΕΡΤ.

Ομως η δημοκρατία, αφού εξασφαλίσει τον σεβασμό στις ελευθερίες των πολιτών, οφείλει να διανείμει τους πόρους ανάλογα με τις προτιμήσεις τους. Το ετήσιο τέλος υπέρ του οργανισμού κόστιζε στους Ελληνες περίπου 300 εκατ. ευρώ. Σε εποχές που κάθε επιπλέον ευρώ φορολογίας είναι ιδιαιτέρως οδυνηρό, πώς μπορούμε να ξέρουμε αν οι πολίτες όντως θέλουν να ενισχύουν τόσο την ΕΡΤ;

Μια εύκολη λύση στο πρόβλημα των κρατικών επιδοτήσεων που κυκλοφόρησε και στον δημόσιο διάλογο είναι να υπολογίζουμε την τρέχουσα ζήτηση για την επιδοτούμενη δραστηριότητα. Πόσοι Ελληνες βλέπουν ΕΡΤ; Η τηλεθέαση όντως αποκαλύπτει κάτι για τις προτιμήσεις των πολιτών. Το γεγονός, λοιπόν, ότι η συνολική τηλεθέαση της ΕΡΤ είχε πέσει κάτω από το 15% είναι ανησυχητικό.

Η τηλεθέαση όμως δεν αποκαλύπτει πλήρως τις προτιμήσεις αυτές. Πρώτον, δεν μετράει την ένταση της επιθυμίας να παρακολουθήσει κάποιος ένα κανάλι. Το 85% των τηλεθεατών ίσως προτίμησαν να δουν ένα άλλο κανάλι από την ΕΡΤ, αλλά αυτό δεν μας λέει πόση αξία δίνει ο καθένας στην επιλογή του.

Μπορεί ο μέσος θεατής τουρκικής σαπουνόπερας να είναι σχεδόν αδιάφορος για το κανάλι που βλέπει, ενώ ο μέσος θεατής της ΕΡΤ να αξιολογεί πολύ υψηλά το παρεχόμενο πρόγραμμα. Ενα δεύτερο πρόβλημα είναι οι λεγόμενες εξωτερικότητες.

Μπορεί να βλέπω σπανίως ΕΡΤ, άρα να μην καταγράφομαι ως θεατής της, αλλά να θέλω να υπάρχει ως επιλογή, είτε για μένα είτε ακόμα και για τρίτους. Ενα κανάλι που προβάλλει τον πολιτισμό μπορεί να κάνει τους γείτονές μου καλύτερους, βελτιώνοντας την καθημερινή μου ζωή.

Προτείνουν κάποιοι τις εθελοντικές συνδρομές ως λύση. Οσοι θέλουν δημόσια τηλεόραση, αν και είναι σχετικά λίγοι, θα είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν πολλά χρήματα ο καθένας, ώστε ο οργανισμός να είναι βιώσιμος. Δυστυχώς σε ανθρώπινες κοινωνίες, σε αντιδιαστολή με ιδεατές κοινωνίες αγγέλων, ένα τέτοιο μοντέλο χρηματοδότησης είναι πάντα επιρρεπές στους «λαθρεπιβάτες».

Κάθε πολίτης χωριστά έχει κίνητρο να μη συνεισφέρει τον οβολό του, αφήνοντας το βάρος στους άλλους. Οπως και με την εθνική άμυνα, έχουμε καταλήξει ότι πληρώνουμε όλοι όσοι μπορούμε να απολαύσουμε το συγκεκριμένο αγαθό. Ετσι στη Γερμανία και την Αγγλία π.χ. πληρώνει κάθε κάτοχος τηλεόρασης σχετική εισφορά. Ακόμα και στις ΗΠΑ, με την παράδοση εθελοντικών εισφορών, ο δημόσιος φορέας PBS στηρίζεται κατά άνω του 35% στις κρατικές επιδοτήσεις.

Η κυβέρνηση είναι, λοιπόν, αναγκασμένη να αφουγκραστεί τις επιθυμίες της κοινωνίας και να στηρίξει τη δημόσια τηλεόραση με τους αντίστοιχους πόρους (ειδική εισφορά ή γενική φορολογία). Θέλουμε όμως για αυτές τις εξωτερικότητες να θυσιάζουμε 46 ευρώ από κάθε μισθό και σύνταξη στην Ελλάδα (300 εκατ. ευρώ κόστος διά τον αριθμό εργαζομένων και συνταξιούχων, κάπου 6,5 εκατ.); Θέλουμε να συντηρούμε δημόσια ΜΜΕ μόνο και μόνο για να μεταδίδουν προγράμματα τοπικού ενδιαφέροντος;

Με τα σημερινά δεδομένα φαίνεται λογικό να μειωθεί δραστικά η κρατική επιδότηση των δημοσίων ΜΜΕ στην Ελλάδα, με αντίστοιχο περιορισμό της δραστηριότητάς τους στους τομείς που δεν προσφέρουν τα εμπορικά ΜΜΕ: αντικειμενική ενημέρωση αντί για τηλεοπτικούς καβγάδες, όπερα αντί για σαπουνόπερα. Μοιάζει εύλογη μία τέτοια προσέγγιση αλλά, σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό οι κυβερνητικές αποφάσεις να ληφθούν στη βάση όχι ιδεοληψιών περί δήθεν παραβίασης των δικαιωμάτων των πολιτών, αλλά μιας ορθής εκτίμησης των προτιμήσεών τους.

Ο Σ. Γεωργανάς είναι senior lecturer Οικονομικών στο Royal Holloway – Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και ο Κ. Καλλίρης είναι δικηγόρος και διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης