Σε λίγες εβδομάδες λήγει η θητεία του προέδρου του Αρείου Πάγου, του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καθώς και αρκετών αντιπροέδρων των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, το Υπουργικό Συμβούλιο πρέπει να αποφασίσει ποιοι από τους υπηρετούντες δικαστές στα αντίστοιχα ανώτατα δικαστήρια θα προαχθούν στις παραπάνω ηγετικές θέσεις. Ο υπουργός Δικαιοσύνης φέρεται να ευνοεί τον διορισμό με βάση την επετηρίδα. Είναι άραγε ορθή η άποψή του;

Από τη μία, όλοι γνωρίζουμε πόσο σημαντική είναι για ένα κράτος δικαίου η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας. Για αυτό άλλωστε το Σύνταγμά μας την κατοχυρώνει θεσπίζοντας την ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών και τη ρύθμιση της σταδιοδρομίας τους (προαγωγές, τοποθετήσεις κ.λπ.) από δικαστικά συμβούλια. Από την άλλη, γνωρίζουμε ότι κάθε εξουσία πρέπει να πηγάζει από τον λαό και να μην είναι ανέλεγκτη. Στην περίπτωση της δικαστικής εξουσίας άμεση σύνδεση με τον λαό και έλεγχος δεν υπάρχουν, για αυτό πρέπει, τουλάχιστον εμμέσως, να βρεθεί κάποια σύνδεση με τη λαϊκή νομιμοποίηση και κάποιος τρόπος ελέγχου.

Στη χώρα μας δικαστές γίνονται όσοι αποφοιτούν από τη Σχολή Δικαστών και μετά διορίζονται αρχίζοντας μια καριέρα που έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη δημοσιοϋπαλληλική. Η μόνη «εξωτερική» παρέμβαση που προβλέπεται στη σύνθεση του δικαστικού σώματος είναι ο διορισμός από το Υπουργικό Συμβούλιο της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων. Ξέρω ότι στην Ελλάδα η λέξη διορισμός αντιμετωπίζεται με δικαιολογημένη δυσπιστία, αφού τις πιο πολλές φορές σημαίνει διορισμό των ημετέρων. Αλλά η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την κυβέρνηση που ψηφίστηκε από τον λαό αποτελεί τη μοναδική και έμμεση σύνδεση της δικαστικής εξουσίας με το εκλογικό σώμα. Αποτελεί μια συνηθισμένη παγκοσμίως πρακτική (επιλογή είτε από την κυβέρνηση είτε από τη Βουλή) και η δικαιολόγησή της αποσκοπεί στο να διασκεδάσει τις ανησυχίες για μια ανέλεγκτη και πλήρως αυτονομημένη εξουσία.

Τώρα, θα μπορούσε κανείς να συζητήσει κατά πόσον η συγκεκριμένη συνταγματική ρύθμιση εξασφαλίζει την επιθυμητή σύνδεση με τον λαό. Θα μπορούσε ενδεχομένως να προτείνει να επανεξετάσουμε την αποκλειστική «δημοσιοϋπαλληλική» σύνθεση του δικαστικού σώματος, να τη συμπληρώνουμε με διορισμούς κάποιων επιφανών νομικών που δεν έχουν κάνει δικαστική καριέρα. Μου φαίνεται, όμως, αδιανόητο να θέλουμε να κατοχυρώσουμε με τρόπο απόλυτο την πλήρη αυτοδιοίκηση της δικαιοσύνης, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι έτσι δημιουργούμε ανεπίτρεπτα στεγανά σε ένα βασικό μέρος της κρατικής εξουσίας. Και αυτό ακριβώς κάνουν όσοι υποστηρίζουν ότι το δικαστικό σώμα θα πρέπει να λειτουργεί αποκλειστικά με βάση την επετηρίδα ή με εσωτερικές διαδικασίες να αποφασίζει το ίδιο τις προαγωγές των μελών του.

Θεωρώ ότι η κυβέρνηση οφείλει να αγνοήσει την επετηρίδα, αλλιώς καταστρατηγεί τη συνταγματική ρύθμιση που της απονέμει αυτήν την ευθύνη. Ελεύθερη, λοιπόν, να διορίσει όποιον της αρέσει; Οχι, οφείλει να διορίσει τους πιο άξιους δικαστές. «Τώρα μάλιστα», θα ειρωνευτούν πολλοί, «βλέπουμε με πόση συνέπεια υπηρετεί την αξιοκρατία». Ομως, δεν είναι δυνατόν να συζητάμε ζητήματα αρχών και συγκρότησης θεσμών παίρνοντας ως σταθερό δεδομένο την άθλια πρακτική μας. Δεν υπάρχουν θεσμοί που μπορούν να λειτουργήσουν με κακόβουλους ανθρώπους.

Η τρικομματική κυβέρνηση, αντί να μοιράζει θέσεις αναλόγως της δύναμης κάθε εταίρου, πρέπει να καταλάβει ότι είναι υπεύθυνη για κάθε διορισμό. Και οι τρεις θα διορίσουν προέδρους και εισαγγελέα και οι τρεις θα είναι εξίσου υπεύθυνοι για κάθε επιλογή. Υπάρχουν κριτήρια για ορθές επιλογές; Εκτός από την ακεραιότητα και τις διοικητικές ικανότητες, πρώτο και κύριο είναι η ποιότητα των αποφάσεων που πήραν οι δικαστές στη σταδιοδρομία τους. Αυτό, βεβαίως, προϋποθέτει να γνωρίζει κανείς τις σημαντικές αποφάσεις που έλαβαν στο παρελθόν και να έχει αξιολογήσει το σκεπτικό τους. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο αν δημοσιεύονται στον Τύπο τα ονόματα των δικαστών που παίρνουν σημαντικές αποφάσεις και έτσι να είναι σε θέση η κοινή γνώμη να σχηματίζει εικόνα για το έργο κάθε δικαστή.

Η δημοσιότητα είναι στην πραγματικότητα και ο μόνος ουσιαστικός έλεγχος που έχουμε ως κοινωνία πάνω στη δικαστική εξουσία. Οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να υποβάλλονται σε έλεγχο, να συζητούνται ελεύθερα και να συνδέονται με τα πρόσωπα που τις έλαβαν. Μερικοί τη δημοσιότητα και την κριτική την εκλαμβάνουν ως αμφισβήτηση της σημασίας της δικαιοσύνης ή, χειρότερα, ως πλήγμα στο κύρος της. Στην πραγματικότητα η κριτική απορρέει από την αναγνώριση του θεμελιώδους ρόλου της στη σύγχρονη δημοκρατία και αποτελεί καθήκον του πολίτη.

Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών