Βορειοανατολικά της Μανωλάδας η πόλη είναι σαν σκηνικό από καουμπόικο της Paramount. Παντού σαράφικα, σαν ορθάνοιχτοι τάφοι, και ο περιπτεράς της γωνίας με τον εξαμβλωματικό μαίανδρο καρφίτσα στο πέτο. Το τσιγάρο το κόβω μαχαίρι, τις ανασκαφές με τίποτα. Αφού οι καιάδες επικράτησαν των Παρθενώνων, σκάσε και σκάβε, λέω στον εαυτό μου. Κλωτσάω τα επιφανειακά ιζηματογενή στρώματα της Αθήνας μήπως και φτάσω ποτέ στην ουσία. Δεν ήταν μακριά. Συγκεκριμένα, δύο βήματα από το σπίτι του Κωνσταντίνου Τσάτσου, στην Κυδαθηναίων. Οδός Νίκης 39. Εδώ, στο Εβραϊκό Μουσείο, από την περασμένη εβδομάδα παίζεται ένα έργο που κανονικά θα έπρεπε να το είχαμε ξαναδεί. Από τα κάδρα με τις φωτογραφίες και τις περγαμηνές τους, οι «Ελληνες Εβραίοι στην Εθνική Αντίσταση» είναι σαν να μου το προσάπτουν που τόσα χρόνια στο Kindergarten της ελληνικής Αριστεράς δεν άκουσα ποτέ κάτι για τον Ηλία, τη Ρόζα, τον Ιάκωβο, την Αλέγρα, τη Σάρα που πήραν τα βουνά με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Θα μου πεις, ήξερα μήπως τίποτα για τον Μπεζαντάκο, που τον τραγουδούσα κιόλας με στεντόρεια φωνή;

Ούτε τώρα ξέρω πώς γίνεται και η πρεσβεία της Γερμανίας στην Αθήνα υποστηρίζει εκδηλώσεις σαν κι αυτήν. Θα είναι μάλλον η δημοκρατική υποχρέωση, αυτή που μας διδάσκει σεβασμό. Θα καθήσω στο θρανίο, κι ας παίζουν έξω οι σινεμάδες το τέλος του κόσμου.