Η Μάργκαρετ Θάτσερ υπήρξε η μακροβιότερη πρωθυπουργός της Βρετανίας στον 20ό αιώνα. Ταυτόχρονα υπήρξε και η μόνη βρετανίδα πρωθυπουργός, απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, την οποία το εν λόγω πανεπιστήμιο αρνήθηκε να τιμήσει κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας της το 1985.

Η πάροδος των ετών δεν λείανε τις αντιθέσεις. Κάτι το οποίο προκάλεσε αίσθηση ήταν το μείγμα των αντιδράσεων των συμπολιτών της στο άκουσμα του θανάτου της: δάκρυα στο Λονδίνο, πανηγυρισμοί στο Λίβερπουλ. Το πόσο παράδοξο φαντάζει το να πανηγυρίζεις τον θάνατο μιας πολιτικής φιγούρας 23 χρόνια μετά την απομάκρυνσή της από την πρωθυπουργία αποτυπώνει πλήρως την ένταση με την οποία άσκησε τα καθήκοντά της και τα άνισα αποτελέσματα τα οποία κληροδότησε.

Η πολιτική της Θάτσερ βασίστηκε στην απελευθέρωση και στην απορρύθμιση των αγορών, στην πρόταξη του ατομικού έναντι του κοινωνικού και στην εθνική αυτοεπιβεβαίωση. Ο πόλεμος στα Φόκλαντ και η σκληρή στάση της απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό εμπέδωσαν τις ικανότητές της ως ηγέτιδας στα μάτια των Βρετανών. Το ίδιο και η στάση της απέναντι στα συνδικάτα, ιδιαίτερα στην απεργία των ανθρακωρύχων το 1984-85, τους οποίους είχε φτάσει στο σημείο να αποκαλέσει «εσωτερικό εχθρό». Η πολιτική της αυτή –με επίκεντρο τις ιδιωτικοποιήσεις –συνέβαλε σε σημαντική μείωση του πληθωρισμού αλλά και σε εξίσου θεαματική αύξηση της ανεργίας, τουλάχιστον έως το 1987, η οποία σε συγκεκριμένες περιοχές ξεπέρασε το 70%. Η Αγγλία απέκτησε σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης ξανά στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Το αν αυτό οφείλεται στις πολιτικές που είχε ακολουθήσει νωρίτερα η Θάτσερ, αποτελεί σημείο τριβής ανάμεσα σε οπαδούς και αντιπάλους της.

Φυσικά, η κληρονομιά της περιέχει και αρκετούς μύθους, όπως το ότι μείωσε αισθητά τη φορολογία. Οι φόροι και οι δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ στη Βρετανία αυξήθηκαν σταθερά κατά τα πρώτα επτά χρόνια της διακυβέρνησής της, για να μειωθούν αργότερα αλλά σε σημεία αρκετά υψηλότερα από αυτά που είχε παραλάβει το 1979. Στην πραγματικότητα, οι δημόσιες δαπάνες ποτέ δεν έπεσαν κάτω από το 39% του βρετανικού ΑΕΠ επί Θάτσερ.

Ωστόσο το εκκρεμές της παγκόσμιας οικονομίας είχε ήδη αρχίσει την κίνησή του προς την αντίθετη φορά από αυτήν που είχε λάβει με τον Κέινς, τον Ρούζβελτ και τον Ατλι, αρκετά πριν από την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τη Θάτσερ. Ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του ’70 είχε ήδη φέρει τις ιδέες του Φρίντμαν και της Σχολής του Σικάγου στο προσκήνιο.

Στον αντίποδα του «είμαστε όλοι κεϊνσιανοί» του Νίξον το 1971 βρέθηκαν η φράση «η εποχή του μεγάλου κράτους έχει παρέλθει» του Κλίντον το 1996 και η συμβολική αφαίρεση του άρθρου 4 από το καταστατικό του Εργατικού Κόμματος το 1995 από τον Μπλερ, το οποίο έκανε λόγο για εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Το «κέντρο» της πολιτικής ζωής είχε πια μετατοπιστεί, όχι μόνο για τη Βρετανία.

Πολλοί πιστεύουν ότι το 2008 ξεκίνησε μια κίνηση του εκκρεμούς προς την αντίθετη αυτή τη φορά κατεύθυνση: της εκ νέου εμπέδωσης του ρόλου του κράτους, εκείνη της επαναφοράς της ρυθμιστικής πολιτικής στο επίκεντρο. Και ενώ οι πολιτικές της αμερικανικής κυβέρνησης κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, το πνεύμα του μείγματος μονεταρισμού και εθνικισμού επιβιώνει στη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική της σημερινής Ευρώπης, με ανάμεικτα, ξανά, αποτελέσματα. Το αν η πολιτική της Θάτσερ και του Ρίγκαν ήταν μια εκδήλωση της νεοφιλελεύθερης αντίληψης που θα αποτελέσει παρένθεση τα προσεχή χρόνια ή το αν αποτελούσε την αρχή του τέλους της Ιστορίας, όπως έγραψε ο Φουκουγιάμα, μένει να απαντηθεί.

Γεγονός είναι ότι το βάρος της απόδειξης βρίσκεται σε όσους συντάσσονται με την πρώτη άποψη. Αυτό ήταν το μέτρο της επιτυχίας προσωπικοτήτων όπως η Θάτσερ. Αυτό και το διακύβευμα για όσους θεωρούν τον πυρήνα της πολιτικής της δομικά λανθασμένο, όσο και αν αναγνωρίζουν την αποφασιστικότητα, το βάρος της προσωπικότητάς της και την ιδεολογική της καθαρότητα.

* Ο Κυριάκος Πιερρακάκης είναι πολιτικός επιστήμονας και μέλος του ΠΣ του ΠΑΣΟΚ