Τα τελευταία τρία χρόνια έχουν ακουστεί ακραίες αλληλoκατηγορίες μεταξύ των πολιτικών πρωταγωνιστών για τις θέσεις και τις προθέσεις τους. Ο κατάλογος είναι μακρύς: από παρομοιώσεις με δικτάτορες, απειλές για νέο Γουδή και ελικόπτερα, μερκελιστές, λόμπι της δραχμής κ.ά. Ειδικά το εθνολαϊκιστικό μέτωπο έχει επιδοθεί σε ευφάνταστες κορόνες και επιθετικούς προσδιορισμούς εναντίον των εκπροσώπων του Μνημονίου που λίγο πολύ τους χαρακτηρίζουν ως προδότες ή στην καλύτερη των περιπτώσεων εκφραστές (ξενοκίνητων) νεοφιλελεύθερων συμφερόντων. Η εκτράχυνση του αντιπολιτευτικού πολιτικού λόγου έχει κυρίως ως βάση δικαιολόγησης την αγανάκτηση του λαϊκού αισθήματος που θέλει να μονοπωλήσει. Για να μπορέσει να αντιπαρέλθει αυτό το σύνθετο ρητορικό μόρφωμα που παλινδρομεί μεταξύ εθνικιστικής μαγκιάς και ρομαντικής ευαισθησίας, η κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε αντίστοιχης υφολογίας ανακοινώσεις του υφυπουργού Τύπου και έχει επιστρατεύσει ως βασικούς τηλεοπτικούς της εκφραστές δύο εκπροσώπους της σκληρής λαϊκής Δεξιάς: τον Α. Γεωργιάδη και τον Μ. Βορίδη.

Ολα τα παραπάνω γίνονται εύκολα κατανοητά στο πλαίσιο της βαθιάς πόλωσης που κυριαρχεί τα χρόνια της κρίσης. Αυτό που δεν είναι τόσο εύκολο να εξηγηθεί είναι ότι σε αυτή την αντιπαράθεση παρεισδύουν και προσβολές ή μεταφορές σεξουαλικού περιεχομένου. Είναι πρόσφατο το παράδειγμα του ανεκδοτολογικού σχολίου του κυρίου Καμμένου για τις γυναίκες των Σουηδών που τους εγκαταλείπουν τα καλοκαίρια για τους έλληνες εραστές των νησιών. Είναι ακόμη πιο πρόσφατη η πρωτοφανής κατηγορία που εξαπέλυσε βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ προς τη ΔΗΜΑΡ ότι είναι «τρανσέξουαλ Αριστερά» (φράση που κάνει τον παλιότερο αστεϊσμό του Π. Τατσόπουλου για την ερωτική του πέραση στην Αθήνα να μοιάζει προοδευτικός). Είναι επίσης εντυπωσιακή η επιδειξιομανής διαμαρτυρία βουλευτή της Χρυσής Αυγής έναντι σταθμού που τόλμησε να προβάλει τουρκική σαπουνόπερα την 25η Μαρτίου. Για να μη θυμηθούμε την παλιότερη φράση του προέδρου της Βουλής ότι «όταν βγάζει το κουστούμι, πρώτα βγάζει το παντελόνι».

Το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί ο πολιτικός λόγος την εποχή της κρίσης θίγει μεταφορικά τόσο συχνά θέματα σεξουαλικής ταυτότητας, ιδίως αυτός που θέλει να αποδείξει ιδιαίτερη εγγύτητα με το λαϊκό αίσθημα οργής; Γιατί το εθνικό, λαϊκό ή αντιστασιακό φρόνημα ταυτίζεται με την πούρα αρσενική ταυτότητα; Γιατί εκπρόσωποι της Αριστεράς που έχει ταυτίσει την πορεία της μεταπολιτευτικά με την υπεράσπιση μειονοτικών ομάδων μετέρχεται ομοφοβικών εκφράσεων;

Τα ερωτήματα αυτά γίνονται ακόμη πιο δυσάρεστα αν αναλογιστούμε το ποια είναι αυτή τη στιγμή η δημόσια συζήτηση για ζητήματα σεξουαλικότητας στη Γαλλία και τις ΗΠΑ, και η θέση που έχουν πάρει εκεί τα μη συντηρητικά κόμματα για την πλήρη κοινωνική εξομάλυνση της ομοφυλοφιλίας μέσω της υπεράσπισης γι’ αυτήν του δικαιώματος του γάμου και της υιοθεσίας. Την ώρα δηλαδή που οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες προβληματίζονται για την πλήρη θεσμική ενσωμάτωση της σεξουαλικής ετερότητας και καλούνται να αντιμετωπίσουν τα σύνθετα διλήμματά της, έλληνες πολιτικοί νιώθουν την ανάγκη να διατυμπανίσουν σεξουαλική στιβαρότητα.

Πιθανή εξήγηση είναι προφανώς η διάχυτη δημαγωγία εν καιρώ κρίσης που ανταγωνίζεται σε υιοθέτηση στερεοτύπων γενναιότητας και «αντρίκειου» ηρωισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι η ελληνική πορνογραφία τα τελευταία χρόνια αναπτύσσει εθνολαϊκιστικά ερωτικά σενάρια (π.χ. η ταινία «η επανάσταση του λαού πάνω στη γυναίκα του υπουργού»). Ο ιδιόμορφος πολιτικός σεξισμός συμβάλλει στην αναζωπύρωση των παραδοσιακών αντανακλαστικών που βρίσκουν αυξανόμενη απήχηση ως ένα ελάχιστο πεδίο βεβαιότητας την ώρα που όλα μοιάζουν μετέωρα. Το οξύμωρο βέβαια είναι ότι η ελληνική κοινωνία τουλάχιστον μέσα στον πληθωρισμό εικόνας των πολλαπλών διαύλων επικοινωνίας δεν είναι πια ούτε πουριτανική ούτε μονοδιάστατη στη διαμόρφωση σεξουαλικών προτύπων. Ο κόσμος της unisex κατανάλωσης, της εκθήλυνσης της δημοφιλούς κουλτούρας, της ρευστοποίησης των ταυτοτήτων έχει γίνει εδώ και χρόνια ο κανόνας.

Η οικονομική κρίση στα μάτια του εθνολαϊκιστικού συντηρητισμού συνοδεύει μια πρωθύστερη γι’ αυτόν πολιτισμική απειλή. Το Μνημόνιο και η ευρωζώνη, εκτός από σκληρή λιτότητα, φέρουν μαζί το φάντασμα της παγκοσμιοποίησης προτύπων και αξιών (αυτό που παλιότερα ξορκίζονταν στον χολιγουντιανό ιμπεριαλισμό). Βάλλουν όχι μόνο κατά της κρατικής κυριαρχίας αλλά, ακόμη πιο «σατανικά», αμφισβητούν κάθε έννοια καθαρότητας: εθνικής, ιδεολογικής και φυσικά σεξουαλικής. Καταστρέφουν οποιαδήποτε αίσθηση αυθεντικότητας και σταθερότητας. Το όχι σε κάθε ξενόφερτη μεταρρύθμιση σημαίνει επίσης όχι στη «φιλελέ» ταυτότητα. Κάπως έτσι το παλιό σύνθημα εμπλουτίζεται: «Ελληνας και αριστερός γεννιέσαι, δεν γίνεσαι».

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ