

Το να αποκαλεί κανείς τον Ντάνιελ Ντέι-Λιούις «ηθοποιό μεθόδου», ίσως δεν αποδίδει ακριβώς την περίπτωσή του. Ο ηθοποιός που πριν από λίγες ημέρες κέρδισε για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού το τρίτο Οσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου χρησιμοποιεί μια πολύ μυστικιστική γλώσσα για να περιγράψει την τέχνη του. Μιλάει για την «έλξη βαρύτητας μιας άλλης ζωής που μπορεί να πυροδοτήσει την περιέργεια κάποιου» αλλά και για το «μυστήριο», όπως τουλάχιστον πραγματοποιείται από τον ίδιο μπροστά από τις κάμερες. Ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις πιστεύει με τόση δύναμη ότι είναι πραγματικά ο χαρακτήρας που υποδύεται κάθε φορά, ώστε καταφέρνει να συμπαρασύρει και το κοινό σε αυτή την οργανωμένη «ψευδαίσθηση».
Οι μεγάλοι ηθοποιοί χαρακτηρίζονται συνήθως από μια στάση αμετάβλητη. Ο Τζον Γουέιν ήταν πάντα ο Τζον Γουέιν και ο Κάρι Γκραντ θεωρούσε έναν ηθοποιό επιτυχημένο όταν «γίνεται τόσο οικείος στη ζωή των ανθρώπων όσο και η μάρκα του τσαγιού ή του καφέ που πίνουν». Ο Ντέι-Λιούις όμως σπάνια γυρίζει ταινίες και πολύ πιο σπάνια επαναλαμβάνεται, αφού εμφανίζεται στην οθόνη μόνο όταν πρόκειται να υποδυθεί έναν ριζοσπαστικά καινούργιο ρόλο.
Και μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον σερ Αλεκ Γκίνες. (Ο βρετανός ηθοποιός, ο οποίος συνδεόταν φιλικά με τον πατέρα του, τον ποιητή Σέσιλ Ντέι-Λιούις, είχε κάνει εξαιρετική δουλειά όταν έπαιζε στα Ealing Studios του παππού του Ντάνιελ, του Μάικλ Μπάλκον.) Ο Γκίνες, για παράδειγμα, δεν πλενόταν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας του Ρόναλντ Νιμ «Το στόμα του αλόγου» όπου έπαιζε τον ρόλο ενός ατημέλητου καλλιτέχνη. Το ίδιο έκανε και ο Ντέι-Λιούις όταν γύριζε τις «Μάγισσες του Σάλεμ». Προχώρησε όμως πολύ περισσότερο τη μέθοδό του. Εμαθε τσεχικά για τις ανάγκες της ταινίας «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» (μεταφορά του βιβλίου του Μίλαν Κούντερα), στα διαλείμματα μάλιστα των γυρισμάτων δεν έβγαινε από τον ρόλο του Τόμας. Οταν προετοιμαζόταν για τον «Τελευταίο των Μοϊκανών» έμαθε να φτιάχνει κανό, ενώ στα γυρίσματα της ταινίας «Το αριστερό μου πόδι», που του χάρισε το πρώτο του Οσκαρ, ήταν συνεχώς καθισμένος σε μια αναπηρική πολυθρόνα.
Η διαφορά του από τους ηθοποιούς της αμερικανικής «σχολής μεθόδου», όπως ο Μάρλον Μπράντο, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο και ο Αλ Πατσίνο, οι οποίοι παραμένουν αναγνωρίσιμοι ακόμη και στον πιο ακραίο ρόλο που υποδύονται, είναι ότι αυτός πραγματικά εξαφανίζεται. Είναι γνωστό επίσης ότι ο Ντέι-Λιούις τρέφει μεγάλη αγάπη για τις ξύλινες κατασκευές, πολύ συχνά μάλιστα αναφέρεται ότι στις ταινίες του δουλεύει με την ίδια επίπονη δεξιοτεχνία που χαρακτηρίζει τη δουλειά των ξυλουργών. Η εικόνα όμως του απόλυτου επαγγελματία θα έμοιαζε… «ξύλινη», αν δεν διέκρινε κανείς αυτό το ελαφρά διεστραμμένο παιχνίδισμα που προσθέτει ο ίδιος στους ρόλους του. Είναι ολοφάνερο, π.χ., ότι είχε απολαύσει τον ρόλο του Τόμας στην «Αβάσταxτη ελαφρότητα του είναι» αλλά και τον ρόλο του Τζακ, του νεαρού γκέι, στην ταινία «Ωραίο μου πλυντήριο», ενώ μερικές φορές μοιάζει να νιώθει ένοχος σε ρόλους «κακών», όπως ο Μπιλ ο χασάπης στις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης».
Στην ταινία «Θα χυθεί αίμα» (το δεύτερο Οσκαρ) μεταμορφώνεται κυριολεκτικά στον πολύ σκοτεινό και αδίστακτο Ντάνιελ Πλέινβιου, ο οποίος ανακαλύπτει πετρέλαιο και γίνεται βαθύπλουτος, σε αντίθεση με την πιο ανάλαφρη μορφή του Λίνκολν, όπου μεταφέρει με έξοχο τρόπο όχι μόνο την πονηριά του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και τη σοφία και τον ιδεαλισμό του.
Ως Λίνκολν είναι ομολογουμένως εκπληκτικός. Πώς τα κατάφερε όμως; Μελέτησε σε βάθος τα πορτρέτα του προέδρου από τον Αλεξάντερ Γκάρντερ κατά την περίοδο του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου. Οπως είπε στους «Νιου Γιορκ Τάιμς», «τα κοίταζα όπως όταν βλέπεις το είδωλό σου στον καθρέφτη και αναρωτιέσαι ποιο είναι αυτό το πρόσωπο που σε κοιτάζει από την άλλη πλευρά». Και στη συνέχεια απέδωσε τον Λίνκολν με έναν τρόπο που μοιάζει απόλυτα αληθινός. Δεν ήταν απλώς μίμηση. Είχε επίσης να κάνει τόσο με την έκφραση των συναισθημάτων και των σκέψεων του προέδρου σε μια καθοριστική περίοδο της ζωής του όσο και με την εμφάνισή του ή τη φωνή του. Και αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να διδαχθεί. Μοιάζει αδύνατο να σκεφτείς κάποιον άλλο που θα τολμούσε να αναλάβει το βάρος και τις πολλαπλές διαστάσεις αυτού του ρόλου. Ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις όμως είναι ο καλύτερος ηθοποιός της γενιάς του ακριβώς γιατί είναι πάντα έτοιμος να αναλάβει τέτοια ρίσκα.