Τι έχουν να μας πουν οι ιταλικές εκλογές για το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας; Κατά τη διαδεδομένη αντίληψη, Eλληνες και Ιταλοί μοιράζονται πολλά κοινά χαρακτηριστικά σε επίπεδο κοινωνικού πολιτισμού, φιλοσοφίας ζωής αλλά και πολιτικής κατάστασης. Υπό την έννοια αυτή, έχει νόημα να εξετάσουμε ομοιότητες και διαφορές που προκύπτουν από τις εξελίξεις στις δύο χώρες. Για παράδειγμα, είναι ισχυρός ο ρόλος της οικογένειας και της χριστιανικής παράδοσης της Ρωμαιοκαθολικής και της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και συνακόλουθα αισθητή η παρουσία του λεγόμενου «άτυπου» κράτους πρόνοιας, το οποίο αναπληρώνει ένα λιγότερο οργανωμένο κράτος πρόνοιας στη Νότια Ευρώπη. Ισχυρή είναι επίσης η παράδοση ανομίας, παραβίασης της νομιμότητας και αντίστασης στην κρατική εξουσία με χαρακτηριστικά τα πολύ υψηλά επίπεδα φοροδιαφυγής και τις παράνομες οργανώσεις στηριγμένες στην οικογένεια.

Υπάρχουν όμως και αρκετές διαφορές. Οι δύο χώρες ενοποίησαν την επικράτειά τους και συγκρότησαν ενιαίο σώμα πολιτών στηριγμένο στην εθνική ταυτότητα κατά τον 19ο αιώνα, αλλά η Ελλάδα πλήρωσε μεγαλύτερο τίμημα για την ανεξαρτησία της λόγω των απελευθερωτικών αγώνων και της αντίστασης επί ενάμιση αιώνα. Εξάλλου, στη μεταπολεμική Ευρώπη η Ελλάδα δυσκολεύτηκε να ανακάμψει λόγω του εμφυλίου και της οικονομικής καταστροφής, να εδραιώσει τη δημοκρατία λόγω της αστάθειας και της δικτατορίας. Η Ιταλία όμως έκανε ταχύτερα βήματα προς την οικονομική ευημερία, απέφυγε τον πολιτικό διχασμό και ανέλαβε ενεργό ρόλο στα ευρωπαϊκά πράγματα.

Διαχρονικό κοινό πρόβλημα είναι οι πελατειακές σχέσεις και η διαφθορά. Την περίοδο της πτώσης των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και της ανάδυσης των νέων δημοκρατιών της Ανατολικής Ευρώπης στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα πολιτικά συστήματα υπέστησαν τις αποσταθεροποιητικές συνέπειες της εκτεταμένης διαφθοράς (σκάνδαλο Κοσκωτά και tangentopoli). Οι συνέπειες ωστόσο ήταν διαφορετικές.

Το ιταλικό κομματικό σύστημα κατέρρευσε και οδήγησε στην εξαφάνιση κραταιά κόμματα, όπως οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλιστές και στη φυλακή πρώην πρωθυπουργούς (Κράξι). Στην Ελλάδα, βασίλευσαν η πόλωση και η λήθη που προσωρινά συσκότισαν την εκτεταμένη διαφθορά, διέσωσε ισχυρά κόμματα, αλλά δεν έλυσαν το πρόβλημα (αφού η διαφθορά επανήλθε δριμύτερη μέσα από τις υποθέσεις Siemens και τα εξοπλιστικά προγράμματα).

Στην Ιταλία ουδέποτε αναστηλώθηκαν σταθεροί κομματικοί σχηματισμοί στον χώρο της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς με συνέπεια την κυβερνητική αστάθεια. Ακόμη χειρότερα, το πολιτικό σύστημα παραδόθηκε στον λαϊκισμό και στον εκμαυλισμό των πολιτικών ηθών, όπως αποτυπώνεται από τα έργα και τις ημέρες του Μπερλουσκόνι. Στην Ελλάδα το κομματικό σύστημα διατήρησε τη βασική δομή του έως το 2009 με δύο κυρίαρχα κόμματα εξουσίας, τα οποία συγκέντρωναν έως και πλέον του 85% των ψήφων. Αλλά τα ισχυρά συντεχνιακά συμφέροντα, η διαπλοκή με τα οικονομικά συμφέροντα, η αδυναμία συγκρότησης ισχυρών μεταρρυθμιστικών συνασπισμών στο εσωτερικό των κομμάτων καθυστέρησαν σημαντικά τις απαραίτητες αλλαγές για τον εκσυγχρονισμό του κράτους και της οικονομίας. Κάπως έτσι υπονομεύθηκε το ρεαλιστικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που επιχείρησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Οταν κατέρρευσε η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου το 2011 αρκετοί επαινούσαν την επιλογή των Ιταλών να αντιμετωπίσουν τη σοβούσα κρίση χωρίς εκλογές με την κυβέρνηση των τεχνοκρατών του Μόντι. Τελικά η τελευταία απώλεσε την κοινοβουλευτική στήριξη, ενώ η Ελλάδα απέκτησε κυβέρνηση συνεργασίας με ισχυρή και σταθερή κοινοβουλευτική στήριξη λαμβάνοντας υπόψη και την έκταση των μέτρων και των αλλαγών που έχει φέρει στο Κοινοβούλιο.

Ενα άλλο κοινό πρόβλημα είναι ότι οι δύο λαοί διακατέχονται από σύνδρομα άρνησης της πραγματικότητας και είναι επιρρεπείς σε μη ρεαλιστικά, δημεγερτικά και τελικά αλυσιτελή πολιτικά οράματα. Ετσι εξηγείται η ανάδυση λαϊκιστικών δυνάμεων στον χώρο του Κέντρου και της Αριστεράς, αλλά και ακραίων δεξιόστροφων ιδεολογιών, λόγω και της καταλυτικής επιρροής των μέσων ενημέρωσης. Ο Ντι Πιέτρο, ο εισαγγελέας που έφερε εις πέρας την υπόθεση της πολιτικής κάθαρσης, δεν κατάφερε να εδραιώσει κάποιο σοβαρό εκλογικό ποσοστό όταν ηγήθηκε της «Ιταλίας των αξιών». Παρομοίως, ο απερχόμενος πρωθυπουργός Μόντι με το τεχνοκρατικό προφίλ και το ευρωπαϊκό κύρος συγκέντρωσε κάτω του 10% των ψήφων.

Αντιθέτως, ο Μπερλουσκόνι έκανε το απόλυτο come-back έπειτα από την παραίτησή και τη δήλωση πολιτικής αποστράτευσης μέσα από ένα μείγμα φιλολαϊκών υποσχέσεων και ποδοσφαιρικών προσδοκιών. Ο Μπέπε Γκρίλο και το Κίνημα Πέντε Αστέρων αποτελεί δε το νέο προϊόν των αντισυστημικών και κυνικών αντιλήψεων στο ιταλικό εκλογικό σώμα. Απέναντι στα φαινόμενα αυτά η Κεντροαριστερά αντέταξε μία αναιμική εκλογική δυναμική και μία οριακή νίκη που προκαλεί νέες αβεβαιότητες.

Τελικά, οι εκλογές στην Ιταλία μπορεί να είναι εικόνα από το μέλλον και για το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Στο ελληνικό Κοινοβούλιο και σε ομάδες του εκλογικού σώματος κυριαρχούν οι ισοπεδωτικές αντιλήψεις, ο κυνισμός, η ιδιώτευση, η κατάρρευση της κομματικής ταύτισης. Δεν θα προκαλέσει εντύπωση αν η έκβαση της κρίσης και της ύφεσης οδηγήσει σε ιταλικού τύπου εξελίξεις. Επείγει, λοιπόν, πολιτικοί και κόμματα να αφήσουν τις ασκήσεις επί χάρτου και εντός του κομματικού σωλήνα και να αναλάβουν σοβαρά τον θεμελιώδη ρόλο της συνάρθρωσης συμφερόντων και της ικανής αντιπροσώπευσης ενός σώματος πολιτών με πρωτόγνωρα επίπεδα δυσπιστίας προς τον πολιτικό κόσμο.

Ο Μάνος Γ. Παπάζογλου είναι λέκτορας Πολιτικών Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου