Υπόθεση ρουτίνας έμοιαζε για το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ηγουμενίτσας (2/10/2012) η υπόθεση απόδρασης δεκαεπτά κρατουμένων από τα κρατητήρια της αστυνομικής διεύθυνσης Θεσπρωτίας. Αποδείχτηκε πως όταν οι φύλακες μπήκαν στα κρατητήρια για να αφαιρέσουν τα απορρίμματα των κρατουμένων, εκείνοι τους απώθησαν βίαια και απέδρασαν. Επρόκειτο δηλαδή για μια υπόθεση προφανή, με σχεδόν προδιαγεγραμμένη (καταδικαστική) έκβαση.

Το δικαστήριο όμως, εδώ αρχίζει η έκπληξη, πήγε πιο μακριά από τη διακρίβωση της ίδιας της απόδρασης. Δεν στάθηκε μηχανιστικά στην εξέταση των επιφανειακών στοιχείων του περιστατικού. Εστρεψε το βλέμμα του βαθύτερα, στο μέρος από το οποίο απέδρασαν. Κι εκεί χρειάστηκε να κάνει μια σειρά από απλές παραδοχές. Δέχτηκε πρώτον ότι οι συνθήκες κράτησης που βίωναν οι κατηγορούμενοι ήταν άθλιες και άκρως επικίνδυνες, αφού το κρατητήριο δεν καθαριζόταν, δεν απολυμαινόταν και δεν τηρούνταν οι στοιχειώδεις κανόνες καθαριότητας και υγιεινής. Το δικαστήριο δέχτηκε, δεύτερον, ότι ως αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών οι κρατούμενοι υπέφεραν από ψείρες, ψύλλους, ψωρίαση, τύφο, δερματικές παθήσεις και λοιπές λοιμώδεις μεταδοτικές ή μη ασθένειες. Δέχτηκε, επίσης, ότι σε 15 τ.μ. στοιβάζονταν περισσότεροι από 30 κρατούμενοι, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να ξαπλώσουν (στο έδαφος φυσικά, ούτε λόγος για κρεβάτι) για να κοιμηθούν. Δέχτηκε, τέλος, πως οι κατηγορούμενοι ήσαν περιορισμένοι στο κρατητήριο επί 24 ώρες το 24τετράωρο χωρίς δυνατότητα προαυλισμού. Και αφού τα δέχτηκε αυτά, το δικαστήριο έκανε το προφανές: διαπίστωσε παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) για απαγόρευση της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης ανθρώπων.

Και λοιπόν; Ακόμα και αυτά είναι γνωστά, θα πει κάποιος. Κάθε δικαστήριο που εξετάζει αντίστοιχες περιπτώσεις αλλοδαπών τα γνωρίζει. Κάθε δικαστήριο γνωρίζει –ή οφείλει να γνωρίζει –πως συνήθως πρόκειται για ανθρώπους που δεν έχουν συλληφθεί για κάποιο βαρύ αδίκημα αλλά για παράνομη είσοδο στη χώρα. Κάθε δικαστήριο γνωρίζει –ή οφείλει να γνωρίζει –πως κρατούνται για διάστημα και σε συνθήκες επίσης αντίθετες με την ΕΣΔΑ. Γνωρίζει –ή οφείλει να γνωρίζει –λοιπόν την αλυσίδα του παραλογισμού. Η διαφορά είναι πως το συγκεκριμένο δικαστήριο επιχείρησε να παρεμβάλει έναν κρίκο στοιχειώδους λογικής σε αυτή την αλυσίδα. Τι έκανε λοιπόν; Με δεδομένα τα παραπάνω, έκρινε ότι οι κρατούμενοι απέδρασαν για να αποτρέψουν σοβαρό και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο που απειλούσε χωρίς δική τους υπαιτιότητα την υγεία τους και ειδικότερα για να αποτρέψουν τη μόλυνσή τους από μεταδοτικές μολυσματικές ασθένειες. Για τον λόγο αυτόν τους αθώωσε.

Πρόκειται για μια απόφαση συγκλονιστική στην απλότητά της και ως απόφαση που επιχειρεί να αποκαταστήσει την κοινή λογική είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Δεν μπορεί ες αεί να παραβλέπει η ελληνική Δικαιοσύνη το γεγονός ότι εκατοντάδες άνθρωποι κρατούνται σε χώρους που δεν είναι κατασκευασμένοι για μακροχρόνια κράτηση. Είτε μιλάμε για τα κρατητήρια αστυνομικών τμημάτων είτε για τους χώρους κράτησης αλλοδαπών (κυρίως στον Εβρο), οι συνθήκες αποκτηνώνουν κρατουμένους και κρατούντες. Το δικαστήριο ορθότατα δεν έκλεισε τα μάτια μπροστά σε αυτή τη γνωστή σε όλους αλλά μηδέποτε επισήμως αναγνωρισμένη αθλιότητα. Δεν ανακάλυψε άλλωστε την Αμερική: όσοι παρακολουθούν συστηματικά τα ζητήματα κράτησης, έχουν δει επανειλημμένα με τα μάτια τους όσα το δικαστήριο αναγνώρισε.

Ισως κάποιοι εκραγούν από ιερή αγανάκτηση με την απόφαση. Τους φαντάζομαι ήδη: πώς είναι δυνατόν να επιβραβεύουμε τους «λαθραίους» και μάλιστα τους δραπέτες αθωώνοντάς τους; Μπορούν φυσικά να επικρίνουν την απόφαση όσο θέλουν. Ενα πράγμα δεν μπορούν να πουν. Οτι είναι καλύτερη η πάγια υποκρισία. Οτι είναι καλύτερο να εγκαλούμαστε από όλα τα διεθνή όργανα αντί να αναγνωρίζουμε έμπρακτα την αλήθεια. Και ας μη σπεύσουν να πουν ότι η απόφαση που αθώωσε τους κατηγορουμένους συνιστά προτροπή για καταπάτηση του νόμου. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Η απόφαση συνιστά μια ηχηρή καταδίκη των συνθηκών κράτησης. Αρα, είναι μια προτροπή για τήρηση του νόμου και μάλιστα από εκείνον που πρωτίστως οφείλει να το κάνει, το κράτος και τα αρμόδια θεσμικά του όργανα.

Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου