Μετά την πρεμιέρα της ταινίας πολλοί έτριβαν τα μάτια τους, άλλοι δεν πίστευαν στα αυτιά τους και κάποιοι άρχισαν να τηλεφωνούν σε γνωστούς και φίλους, λέγοντας πως ξέρουν ποιος θα πάρει φέτος το Οσκαρ του πρώτου ανδρικού ρόλου: φυλάξτε το αγαλματάκι για τον Ντάνιελ Ντέι-Λιούς που είναι ανατριχιαστικά πειστικός στον ρόλο του 16ου (και πιο εμβληματικού πιθανόν) προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Το περιοδικό «Time» κυκλοφόρησε με τον εκλεκτικό ηθοποιό –εμφανίζεται εδώ και καιρό στην οθόνη αραιά και μόνο σε «μεγάλα και σημαντικά» πρότζεκτ –στο εξώφυλλο και τίτλο: «Ο καλύτερος ηθοποιός του κόσμου».

Μπορεί να είναι λίγο νωρίς για προγνωστικά, αν και το Χόλιγουντ δεν θα συμφωνήσει σε αυτό, ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις όμως (κάτοχος ήδη δύο Οσκαρ για το «Αριστερό μου πόδι» και το «Θα χυθεί αίμα») έφερε πιο κοντά τη συζήτηση για τα βραβεία.

Ο 55χρονος βρετανός ιρλανδικής καταγωγής ηθοποιός, άλλωστε, έχει τον δικό του τρόπο να μπαίνει στον ρόλο, έχει μέθοδο. Ζει με τον ρόλο. Το 1989 όταν έπαιξε τον παραπληγικό ζωγράφο και συγγραφέα Κρίστι Μπράουν στο «Aριστερό μου πόδι» του Τζιμ Σέρινταν (το πρώτο Οσκαρ του), κυκλοφορούσε με αναπηρικό αμαξίδιο και στα διαλείμματα των γυρισμάτων ζητούσε από τους συναδέλφους του ακόμη και να τον ταΐζουν, αφού στον ρόλο δεν μπορούσε να κουνήσει τα χέρια του.

Οταν έκανε τον μποξέρ, στην ταινία «The Boxer» είχε μάθει κανονικά τα χτυπήματα και έκανε προπόνηση καθημερινά. Οταν γύριζε τον «Τελευταίο των Μοϊκανών» (1992) έμαθε να φτιάχνει κανό μόνος του και ζούσε σε σκηνή, ενώ για τις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» (2002) είχε μάθει από χασάπηδες και μαφιόζους να ακονίζει τα μαχαίρια του.

Για τις σκηνές της ανάκρισης ως αγωνιστής του ΙRA στο «Ονομα του πατέρα» (1993) είχε μείνει άυπνος τρεις νύχτες ώστε να φαίνεται εξαντλημένος. Στην καινούργια του ταινία θα γινόταν ο Αβραάμ Λίνκολν.

Και έγινε! Από τη στιγμή που εμφανίζεται και αρχίζει να μιλάει κανείς δεν έχει αμφιβολία, ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις είναι ο Λίνκολν. Πώς πετυχαίνει όμως τη μεταμόρφωση; Πώς δουλεύει; τον ρώτησαν στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» και απάντησε:

«Υπάρχει αυτή η τάση να αποδομείς και να αναλύεις τα πάντα. Πιστεύω στο… σκάψιμο, στη σκληρή δουλειά, έχω ανάγκη όμως να πιστεύω επίσης ότι υπάρχει ένα μυστήριο που δένει όλα αυτά τα πράγματα μαζί και προσπαθώ να μην τα διαχωρίζω».

Η απόσταση από τον μύθο στον άνθρωπο

Ο σκηνοθέτης της επικής βιογραφίας Στίβεν Σπίλμπεργκ κάποια στιγμή πριν από μερικούς μήνες έλαβε στο ταχυδρομείο ένα μαγνητοφωνάκι, το άνοιξε και άκουσε τη φωνή. Τη φωνή του Λίνκολν. Οχι τη βροντερή φωνή που «βγαίνει» συνήθως από τους αυστηρούς πίνακες και τα πορτρέτα στα βιβλία της Ιστορίας, αλλά αυτή που έχουν περιγράψει σύγχρονοί του παρατηρητές, μια ευγενική και ελαφρώς «σπασμένη» φωνή με προφορά μεσοδυτικών πολιτειών, κάτι ανάμεσα σε Ιλινόι, Ιντιάνα και Κεντάκι. Μια υπέροχη φωνή. Ετσι τη χαρακτήρισε ο Σπίλμπεργκ. Πανευτυχής, γιατί είχε βρει τον Λίνκολν του. Τα υπόλοιπα τα αναλάμβανε όλα ο βρετανός ηθοποιός, αν και ο ίδιος και άλλοι πολλοί επίσης δεν πίστευαν πως ο Λίνκολν θα μπορούσε να αναστηθεί κινηματογραφικά –ειδικά αν σκεφτεί κανείς τον τρόπο με τον οποίο «αναστήθηκε» πέρυσι στην κωμωδία τρόμου «Αβραάμ Λίνκολν, κυνηγός βρικολάκων».

Η ιστορία της ταινίας «Λίνκολν» άρχισε το 2003, όταν ο Στίβεν Σπίλμπεργκ πλησίασε πρώτη φορά τον Ντέι-Λιούις με την πρόταση. Το σενάριο όμως, που ήταν επικεντρωμένο κυρίως στον εμφύλιο πόλεμο και λιγότερο στον ίδιο τον 16ο πρόεδρο της Αμερικής, δεν προκάλεσε το ενδιαφέρον του ηθοποιού. Ο Σπίλμπεργκ επανήλθε περίπου έξι χρόνια αργότερα με νέο σενάριο, βασισμένο εν μέρει στο «Political Genius of Abraham Lincoln» της Ντόρις Κιρνς Γκούντγουιν, που κάλυπτε τους τέσσερις τελευταίους μήνες της ζωής του προέδρου. Αυτό άρεσε περισσότερο στον Ντέι-Λιούς, που το θεώρησε πολύ καλή ιδέα αλλά για κάποιον άλλον.

Ακόμη και όταν δέχτηκε τον ρόλο είχε αμφιβολίες. Ωστόσο δεν έκανε πίσω, καθώς γνώριζε όλο και καλύτερα τον Λίνκολν καλύπτοντας την απόσταση από τον μύθο στον άνθρωπο. Διάβασε όλα τα βιβλία γύρω από αυτόν και για ένα διάστημα στο μυαλό του δεν είχε τίποτε άλλο παρά τον αμερικανό πρόεδρο. Επειδή η μέθοδος με την οποία πλησιάζει κάποιος τον ρόλο στηρίζεται σε αποφάσεις που προκύπτουν μόνες τους –ως διά μαγείας –εξηγεί ο Ντέι-Λιούις. Και η φωνή ήταν μία από αυτές.

Από τη θεωρία στην πράξη λοιπόν. Κάνει εξάσκηση, μιλάει σαν Λίνκολν συνέχεια –και εκτός γυρισμάτων –και μόνο για θέματα που θα μπορούσε να είχε συζητήσει εκείνος, όπως ο καιρός ή το φαγητό, αλλά όχι, ας πούμε, για το αν είχε δει το ματς το προηγούμενο βράδυ.

Στο μεταξύ η συμπρωταγωνίστριά του Σάλι Φιλντς, η οποία παίζει τη Μέρι Τοντ, τη σύζυγο του προέδρου που κατήργησε τη δουλεία, δεχόταν email στο κινητό της από τον Ντέι-Λιούις που υπέγραφε με το αρχικό Α. Μπορεί ο Λίνκολν να μην είχε κινητό τηλέφωνο, ο Ντέι-Λιούις όμως είχε χιούμορ. Και βρετανικό φλέγμα.

Γεννημένος στην Αγγλία και με δεύτερη πατρίδα του την Ιρλανδία, ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις πάντως δεν έκρυψε το ενδιαφέρον του για την αμερικανική Ιστορία, ειδικά από την εποχή που ο Μάικλ Μαν του πρότεινε να πρωταγωνιστήσει στον «Τελευταίο των Μοϊκανών». «Σκεφτόμουν συνέχεια γιατί, για ποιο λόγο να διαλέξει εμένα; Τελικά είπα, αφού θέλει εκείνος να πάρει το ρίσκο, ποιος είμαι εγώ που θα πω όχι;».

Ο Μάικλ Μαν –όπως προφανώς και οι άλλοι σκηνοθέτες που έχουν δουλέψει μαζί του –τον επέλεξε γιατί είναι ένας «πολύ ρομαντικός άνθρωπος που αναγνωρίζει σημαντικές αξίες σε απλά πράγματα».

Μητέρα του ήταν η ηθοποιός Τζιλ Μπάλκον –κόρη του σερ Μάικλ Μπάλκον, ιδιοκτήτη των Ealing Studios, της περίφημης βρετανικής κινηματογραφικής εταιρείας που είχε, μεταξύ των άλλων, και τις πρώτες παραγωγές του Αλφρεντ Χίτσκοκ –και πατέρας του ο Σέσιλ Ντέι-Λιούις ο ποιητής, που πέθανε όταν ο Ντάνιελ ήταν μικρός. Σήμερα ζει στη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα του, τη Ρεμπέκα Μίλερ, κόρη του συγγραφέα Αρθουρ Μίλερ με την οποία έχει δύο γιους, και ένα γιο από τον προηγούμενο γάμο του με τη γαλλίδα ηθοποιό Ιζαμπέλ Αντζανί. Πάντως, εκτός από τις εγκωμιαστικές κριτικές που ήδη έχει συγκεντρώσει η ερμηνεία του, κάποια βιβλία Ιστορίας φέρεται να εμφανίστηκαν με φωτογραφία του Ντέι-Λιούις στη θέση των πορτρέτων του Αβραάμ Λίνκολν, κάνοντας τον ηθοποιό να αναρωτιέται: «Μα τώρα είναι σωστό αυτό;».