Η παιδική μου γειτονιά ήταν το κέντρο του κόσμου. Φυσικά. Αλλά τώρα που βλέπω τα πράγματα από μεγάλη χρονικά απόσταση, αρχίζω και σκέφτομαι πως αυτή η γειτονιά ήταν, όντως, αν όχι το κέντρο του κόσμου, τουλάχιστον το κέντρο της Αθήνας. Με τα πράσινα τραμ, τα κίτρινα τραμ, τα λεωφορεία, τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, τον Σταθμό Λαρίσης των ΣΕΚ, τον Αγιο Παντελεήμονα, το γυμναστήριο και γήπεδο του Πανελληνίου, το Γκριν Παρκ στην οδό Μαυροματαίων, την Ανωτάτη Εμπορική στην Πατησίων, τα γραφεία της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας στην οδό Φυλής.

Η παιδική μου γειτονιά ήταν η πλατεία Κυριακού (σήμερα Βικτωρίας) και οι γύρω δρόμοι. Η Φωκαίας, όπου γεννήθηκα και έζησα ώς τα 25 μου, η Χέυδεν, όπου δέσποζε το κτίριο του Β’ Γυμνασίου (σήμερα και από χρόνια υπό κατάληψιν), η Αχαρνών, βέβαια, μέχρι την Αγίου Μελετίου από τη μια μεριά και τη Βάθη, από την άλλη, η 3ης Σεπτεμβρίου με τον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών και το ξακουστό ζαχαροπλαστείο του Λουμπιέ, οι κινηματογράφοι Αρης, Ατθίς, Δελφοί, Αελλώ, Ατλας, τα θέατρα Κατερίνας, Παπαϊωάννου και από την κάτω μεριά, το Αλκαζάρ με τον Λάσκο, που το έχει ζωγραφίσει ο Αλέκος Φασιανός.

Το σπίτι μας, για τέσσερα άτομα, ήταν στην οδό Φωκαίας 18. Δεν υπάρχει πια. Είχαμε αυλή, είχαμε σαράντα γειτόνους, είχαμε σαματά και μυρωδιές από τσιγαρίσματα, είχαμε μια κοινόχρηστη βρύση, πηγάδι και μια πελώρια κληματαριά που έβγαζε γλυκά κόκκινα σταφύλια. Η 15η Δεκεμβρίου – σαν σήμερα – ήταν η μέρα μου. Γιόρταζα. Κι η μάνα μου έφτιαχνε γαλακτομπούρεκο και μεζεδάκια, με φετούλες ψωμί, κασέρι και μορταδέλα. Παίρναμε και μια νταμιζάνα κρασί από την ταβέρνα του Μπαρδαβίλια. Και στις 8, άρχιζε ένα γλέντι τρικούβερτο, που τέλειωνε τα χαράματα!

Κανείς από την αυλή δεν διαμαρτυρόταν. Θα ‘ρχόταν και η δική τους η σειρά, άλλωστε. Τα Χριστούγεννα, του Αγίου Βασιλείου, του Αϊ-Γιάννη. Τραγουδάγαμε όλη τη νύχτα! Εφηβικές φωνές, βραχνές, γεμάτες φάλτσα, με τη συνοδεία ενός ακορντεόν: του Αθου Γαλέου, που δεν έπαιζε πολύ καλά, αλλά ήταν διάσημος γιατί ο πατέρα του, ο Μηνάς, δικηγόρος, ήταν υπερασπιστής του Νίκου Μπελογιάννη στην πολύκροτη δίκη.

Τώρα, ούτε γιορτές σπιτικές ούτε τίποτα. Κουραμπιέδες, μελομακάρονα και άλλα γλυκά από ζαχαροπλαστεία, καλάθια με ποτά, για όσους έχουν κάποια φράγκα και, αντί για τραγούδι, η πανταχού παρούσα τηλεόραση, κυρίως.

Πέθανε και ο Αλκης Αλκαίος. Δεν τον γνώρισα από κοντά. Ηταν άρρωστος. Ενα «μπράβο», μονάχα, του είχα πει στο τηλέφωνο, για τους στίχους που είχε γράψει στην έξοχη «Πιρόγα», με μουσική του Θάνου Μικρούτσικου και ερμηνεία του Μανώλη Μητσιά. Ηταν ποιητής – στιχουργός με μεγάλο ταλέντο. Κρίμα. Γιατί πέρα από την αξία του έφυγε και πολύ νέος. Αυτά έχει η ζωή, αυτά έχει ο θάνατος.