Εμοιαζε με ραδιοφωνική φάρσα όπως δεκάδες που γίνονται καθημερινώς. Εχει καθιερωθεί άλλωστε αυτού του είδους ο κανιβαλισμός συνήθως σε πρόσωπα εξουσίας. Γιατί αυτό που διασκεδάζει τα πλήθη είναι η γελοιοποίηση, άρα η ταπείνωση, η συμπίεση μιας ισχυρής προσωπικότητας, μιας διασημότητας, ενός οποιουδήποτε αξιωματούχου στα μέτρα των καθημερινών ανθρώπων.

Ωστόσο κάθε άλλο παρά κάτι τέτοιο ήταν η νοσοκόμα του νοσοκομείου Βασιλεύς Εδουάρδος Ζ’, όπου νοσηλευόταν με ναυτίες εγκυμοσύνης η δούκισσα του Κέμπριτζ, η οποία δέχθηκε την κανιβαλική φάρσα των δύο ραδιοφωνικών παραγωγών Μελ Γκρέιγκ και Μάικλ Κρίστιαν. Οι δύο τους υποδύθηκαν τη Βασίλισσα της Βρετανίας και τον γιο της Κάρολο και ρωτούσαν διάφορες λεπτομέρειες για την κατάσταση της εγκυμονούσας Κέιτ.

Μία απλή εργαζόμενη ήταν, για την οποία ήδη ήταν μεγάλο το ψυχολογικό φορτίο αυτής της απρόσμενης εύνοιας της τύχης να γνωρίζει από πρώτο χέρι αυτό που μια κολοσσιαία βιομηχανία των μίντια και κυρίως η ίδια η βασιλική οικογένεια λαχταρούσαν να μάθουν και νόμιζε ότι απευθυνόταν σε αυτήν. Η φάρσα αποκαλύφθηκε. Η νοσοκόμα αυτοκτόνησε. Η εκπομπή των δύο ραδιοφωνικών παραγωγών παύθηκε αμέσως. Οι μετοχές του ραδιοφωνικού σταθμού πάτωσαν.

Το θέαμα αναδείχθηκε σε κορυφαίο των ημερών και κομβικό μιας μεγάλης συζήτησης για την ηθική των μέσων, η οποία ήλθε να συμπληρώσει εκείνη που είχε αρχίσει την περασμένη εβδομάδα για την ηθική τής δημοσιογραφίας όταν η «Νιου Γιορκ Ντέιλι» δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα το ενσταντανέ της στιγμής του θανάτου ενός απλού πολίτη.

Οι δύο ραδιοφωνικοί παραγωγοί αρχικώς εξαφανίστηκαν. Κατόπιν παραχώρησαν συνεντεύξεις στα αυστραλιανά Κανάλι 9 και Κανάλι 7, όπου αφού εξέφρασαν τη συντριβή τους για την αυτοκτονία της νοσοκόμας εξηγούσαν ότι δεν ήταν αυτή ο στόχος τους και πως θεωρούσαν «ότι θα γίνει πλάκα με τη δική τους προφορά και σε αυτήν θα επικεντρωνόταν η προσοχή». Αγνοια ασυγχώρητη για την ίδια τη λειτουργία των μίντια που διογκώνουν πάντα τη χειρότερη, την πιο ακραία ελαττωματική λεπτομέρεια μιας εικόνας καθώς αυτή κερδίζει την προσοχή; Γιατί είναι προφανές ότι η συγκινητική αφέλεια της νοσοκόμας που για λίγο πίστεψε ότι συνομιλούσε με την ίδια τη Βασίλισσα της Βρετανίας ήταν πολύ πιο «θεαματική» από την αστεία βρετανική προφορά των παραγωγών που είναι κάτι πολύ συνηθισμένο.

Ο λόγος είναι πολύ απλός. Το κοινό λατρεύει να χλευάζει αυτό ακριβώς που φοβάται και μισεί στον ίδιο του τον εαυτό. Εν προκειμένω την αφέλεια που συνδέεται με εκείνη τη μύχια, ανομολόγητη ανάγκη των κοινών θνητών να ζήσουν μια στιγμή μεγαλείου, η οποία τους παρασύρει στη γελοιοποίηση. Θέμα αγαπημένο από το αρχαίο θέατρο ώς το σαιξπηρικό. Είναι ο λόγος για τον οποίο έχουν θεσπιστεί ειδικοί κανόνες δεοντολογίας για τη λειτουργία κάθε μέσου ξεχωριστά, προκειμένου να προλάβουν ακραίες περιπτώσεις και να προστατευθούν ειδικώς οι πλέον επιρρεπείς στην πλάνη, τα εύκολα θύματα κοινώς του μιντιακού κανιβαλισμού.

Οι δύο παραγωγοί του αυστραλιανού ραδιοφώνου βέβαια ισχυρίζονται ότι δεν έκαναν καμία παράβαση, ότι τηλεφώνησαν πέντε φορές στο νοσοκομείο για να ενημερώσουν ότι διέθεταν υλικό από τη συνομιλία με τη νοσοκόμα για την υπόθεση της εγκυμοσύνης τής Κέιτ, αλλά «δεν κατάφεραν να βρουν άκρη».

Αυτό σημαίνει ότι γνώριζαν τι ακριβώς είχαν στα χέρια τους και πήραν το ρίσκο να το βγάλουν στον αέρα επισημαίνουν νομικοί ειδικευμένοι στο θεσμικό πλαίσιο των μίντια σε Αυστραλία και Βρετανία.

Αλλωστε, σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας των εμπορικών ραδιοφωνικών σταθμών της Αυστραλίας, απαγορεύεται να ακούγεται στον αέρα φωνή παραγωγού που είτε δεν έχει αναφέρει το όνομά του στον συνομιλητή του είτε δεν τον έχει ενημερώσει ότι θα ακουστεί στον αέρα η συνομιλία τους.