Στις 30 Δεκεμβρίου 1944 ο Ανδρέας Εμπειρίκος συλλαμβάνεται στο σπίτι του από την Πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ, την ΟΠΛΑ, και περνά από λαϊκό δικαστήριο στο Περιστέρι ως ταξικός εχθρός, και ας ήταν αποδεδειγμένο ότι δεν είχε την ιδεολογία των αστών. Οταν υποχωρεί ο ΕΛΑΣ από την Αθήνα (5.1.1945), οδηγείται με άλλους ομήρους που σχηματίζουν φάλαγγα στα Κρώρα (σημερινή Στεφάνη), με την αίσθηση ότι είναι προγραμμένος. Η επέμβαση όμως βρετανικών αεροπλάνων διασκορπίζει τη φάλαγγα κοντά στη Θήβα κι εκείνος κατορθώνει να δραπετεύσει. Στο Κακοσάλεσι (Αυλώνα) τον κρύβουν χωρικοί και από εκεί επιστρέφει ξυπόλητος στην Αθήνα με πληγές και κρυοπαγήματα στα πόδια σε κακή κατάσταση. Είναι 43 χρονών.

Αυτή η τραυματική εμπειρία είναι ο πυρήνας γύρω από τον οποίο ο Εμπειρίκος θα συνθέσει την τριλογία «Τα χαϊμαλιά του έρωτα και των αρμάτων», μετατρέποντας τον φόβο του θανάτου σε οίστρο της ζωής (βλ. «Γραπτά…») και αναπτύσσοντας το πιστεύω του ότι ο ερωτισμός είναι η προϋπόθεση για την ενοποίηση των στοιχείων του κόσμου –άποψη που διατρέχει ολόκληρο το πεζογραφικό και ποιητικό έργο του. Οπως ο ίδιος αναφέρει στο ανέκδοτο ακόμη αυτοβιογραφικό «Λεξικό» του, ολοκληρώνει την «Αργώ ή Πλους αεροστάτου» τον φοβερό εκείνο Δεκέμβριο του 1944, «ενώ ηκούοντο νυχθημερόν πυκνοί πυροβολισμοί και οι εκρήξεις των οδομαχιών στην αιματοκυλισμένη Αθήνα, λίγες ημέρες πριν με συλλάβουν, τελείως άδικα…». Η «Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης» ολοκληρώνεται τον Ιούνιο του 1945 και η «Βεατρίκη ή Ενας έρωτας του Buffalo Bill» γράφεται σε 11 ημέρες τον Αύγουστο το 1945. Η βία, λοιπόν, τα «άρματα» δηλαδή του τίτλου, συνδέει τις τρεις ιστορίες.

Ειδικότερα, όπως σημειώνει στην εισαγωγή του και ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, στην «Αργώ…» υπάρχει η βία του ζηλότυπου πατέρα της Καρλόττας, καθηγητή Ιστορίας και επίδοξου υποψήφιου προέδρου της Κολομβίας, ο οποίος θα πυροβολήσει τελικά την (λευκή) κόρη του και τον (μιγάδα) εραστή της την ώρα που συνουσιάζονται. Υπάρχει επίσης η βία της Γαλλικής Επανάστασης, που θυμάται ο ένας από τους εξέχοντες «αεροναύτες» του αερόστατου «Αργώ» που υψώνεται την ώρα του φονικού –μια βία επαναστατική η οποία παραπέμπει στα όσα συμβαίνουν στην Αθήνα του 1944. Στη «Ζεμφύρα…» η βία είναι ζωική (των λιονταριών απέναντι στη θηριοδαμάστρια μέσα στο τσίρκο) και προκαλεί αισθήματα αλγολαγνείας στους θεατές, ώσπου «καταστέλλεται μέσα από την ερωτική θέρμη και ηδονή». Το ίδιο συμβαίνει και στη «Βεατρίκη…» όπου η αγριότητα και το αίμα στη μάχη μεταξύ ιθαγενών και μεταναστών είναι το πλαίσιο στο οποίο γεννιέται το αίσθημα του Μπάφαλο Μπιλ. Κι έτσι η εξωτερική (αμερικανική) ιστορία ολοκληρώνεται μέσα σε μια ερωτική ευφροσύνη, όπως αυτή που λαχταρά ο συγγραφέας της Εμπειρίκος για την εσωτερική (ελληνική) ιστορία του με τη Βιβίκα Ζήση. Αυτό, λίγους μήνες προτού ο Τσόρτσιλ κηρύξει την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου με την αναφορά του στο Παραπέτασμα, την ώρα που στην Αθήνα, γεννιέται η ελπίδα ότι είναι εφικτή η μετάβαση στην ομαλότητα.

Η τριλογία του Εμπειρίκου αρχίζει λοιπόν με θάνατο και κλείνει με την κατίσχυση του έρωτα, ενός έρωτα που έχει υπερβεί όλες τις αντιθέσεις –φυλετικές, πολιτισμικές, ταξικές, ακόμη και την αντίθεση του ανθρώπου με τα θηρία. Ενός έρωτα «άνευ ορίων, άνευ όρων», που εκφράζει τη νοσταλγία και το όραμα ενός κόσμου κοινωνικά και ηθικά απελευθερωμένου. Είναι χαρακτηριστικό ότι και στις τρεις ιστορίες αναδεικνύονται οι ατομικές δυνάμεις –θαυμαστές ή αβυσσαλέες, σωτήριες ή εγκληματικές –που αποδεσμεύει η ιμερική ενέργεια, και που θα απασχολήσουν τον Εμπειρίκο σε όλη του τη δημιουργική ζωή ως ποιητή, ως πεζογράφο, ως φωτογράφο, και φυσικά ως ψυχαναλυτή. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι σε τούτη την τριλογία, όπως και στον «Μεγάλο Ανατολικό» που γράφεται αμέσως μετά (1945-1951), πρωταγωνιστούν με ποικίλα προσωπεία οι αγαπημένοι ήρωες του Εμπειρίκου: οι «της μη συμμορφώσεως άγιοι». Και μεταξύ τους, αυτός.