Πόσο εκτός πραγματικότητος μπορεί να είναι η σχολική γνώση που παρέχεται στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο; Αναπόφευκτα θα υπάρχει απόκλιση ανάμεσα στις τελευταίες επιστημονικές εξελίξεις και στα σχολικά μαθήματα, αλλά ως προς τα μαθήματα Κοινωνικών Επιστημών και Ιστορίας η απόκλιση είναι τεράστια. Ενώ η πολιτική σήμερα είναι ένας αγώνας με συγκρούσεις και συμβιβασμούς μεταξύ εγχώριων, ευρωπαϊκών και διεθνών φορέων, στην Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή (ΣΤ’ Δημοτικού), οι μαθητές αποστηθίζουν τις «αρμοδιότητες της Βουλής» ως εάν ήταν φοιτητές Νομικής. Για να τις θυμούνται απέξω, τις διδάσκονται άλλη μια φορά στο ίδιο μάθημα στη Γ’ Γυμνασίου. Ενώ οι μαθητές βλέπουν ότι οι συνθήκες της οικογενειακής ζωής τους είναι εξαρτημένες από τις εγχώριες και ευρωπαϊκές οικονομικές εξελίξεις, στο μάθημα Οικιακή Οικονομία της Α’ Γυμνασίου ελάχιστες οικονομικές γνώσεις δίνονται σε τρεις σελίδες του σχολικού εγχειριδίου, όσες δηλαδή αφιερώνονται και στην «ελληνική παραδοσιακή ενδυμασία».

Το 2010 το υπουργείο Παιδείας ανέθεσε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο τον ανασχεδιασμό όλων των μαθημάτων του Δημοτικού και του Γυμνασίου. Δημιουργήθηκε ενιαίο εθνικό πρόγραμμα σπουδών. Περισσότεροι από 200 εμπειρογνώμονες από τις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης κατάρτισαν νέα προγράμματα σπουδών τα οποία εφαρμόστηκαν πιλοτικά. Το υπουργείο, με ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας του, ενταφίασε τα νέα προγράμματα στις Κοινωνικές Επιστήμες και στην Ιστορία με συνοπτικές διαδικασίες. Το 2012 την ίδια γραμμή ακολούθησαν και οι επόμενες πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου. Ο σκοταδισμός ως προς τη διδασκαλία των Κοινωνικών Επιστημών έχει διακομματική στήριξη.

Δεύτερον, το 2011-12, διαδοχικές πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου, αποδεχόμενες ουσιαστικά ότι η διδασκαλία της Ιστορίας έχει περάσει στην αρμοδιότητα κομματικών, εκκλησιαστικών και δημοσιογραφικών κύκλων, δεν έθεσαν καν σε πιλοτική εφαρμογή το νέο πρόγραμμα σπουδών Ιστορίας. Το πρόγραμμα είχε καταρτισθεί από επιλεγμένη από το υπουργείο δεκαμελή επιτροπή ιστορικών, εκπαιδευτικών της πράξης σε Δημοτικά και Γυμνάσια και καθηγητών Ιστορίας από Πανεπιστήμια Αθηνών, Κρήτης και Θεσσαλίας (Επιτροπή Κοινωνικές Επιστήμες – Ιστορία). Στις αρχές του 2011 το υπουργείο, ανησυχώντας για το τελικό «προϊόν», σύστησε και άλλη επιτροπή ιστορικών από επτά ΑΕΙ για να κρίνει το υπό εκπόνηση πρόγραμμα σπουδών.

Τα περισσότερα μέλη αυτής της δεύτερης επιτροπής δεν απέρριψαν τις βασικές καινοτομίες του νέου προγράμματος: πρώτον, στο νέο μάθημα της Ιστορίας, οι μαθητές δεν αποστηθίζουν σελίδες επί σελίδων, αλλά εξοικειώνονται με γεγονότα και τις εναλλακτικές ερμηνείες τους. Δεύτερον, ο εκπαιδευτικός συνοδεύει την παράδοση του μαθήματος με ανάθεση ομαδικών εργασιών στους μαθητές. Τρίτον, η επανάληψη της Αρχαίας, Βυζαντινής και Νεότερης Ιστορίας, τρεις φορές στο Δημοτικό, το Γυμνάσιο και το Λύκειο, σε συνδυασμό με την αποστήθιση ενός εγχειριδίου ανά τάξη, είναι καιρός να αλλάξει. Τα υψηλά ποσοστά αποτυχίας στις εισαγωγικές εξετάσεις στο μάθημα της Ιστορίας δείχνουν ότι το μάθημα είναι δύσκολο αλλά και ότι το παλιό πρόγραμμα πάσχει.

Η σπειροειδής διάρθρωση του μαθήματος της Ιστορίας χρησιμοποιείται ακόμα στην Ελλάδα. Αντιθέτως, στη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Ιταλία και τη Δανία η Ιστορία διδάσκεται όχι επαναληπτικά αλλά θεματικά, συχνά σε συνδυασμό με άλλες κοινωνικές επιστήμες. Μαθαίνουμε ιστορία για να γνωρίσουμε τους εαυτούς μας, να αποκτήσουμε εθνική, αλλά και ευρωπαϊκή – παγκόσμια ιστορική συνείδηση, καθώς και κριτικές δεξιότητες τοποθετώντας τα σύγχρονα φαινόμενα σε ιστορική προοπτική. Σκοπός της αρχικής επιτροπής ήταν να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, να γίνει το μάθημα ελκυστικό και να αναπνεύσουν οι μαθητές από την πίεση της αποστήθισης των ίδιων ιστορικών γεγονότων τρεις φορές. Γι’ αυτό πρότεινε το εξής: δεδομένου ότι το υπουργείο είχε αποφασίσει να διδάσκεται ξανά η Αρχαία Ιστορία στην Α’ Λυκείου, θα ήταν δυνατό η Αρχαία, η Βυζαντινή και η Νεοελληνική Ιστορία να διδάσκονται στη Δ’, Ε’ και ΣΤ’ Δημοτικού. Στην Α’ και Β’ Γυμνασίου θα διδασκόταν η Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία του 19ου και 20ού αιώνα, ενώ στη Γ’ Γυμνασίου η προσέγγιση θα γινόταν σε θεματική βάση έτσι ώστε να καλύπτονται ξανά ως προς τα σημαντικότερα θέματα όλες οι ιστορικές περίοδοι.

Οι πολέμιοι του νέου προγράμματος σπουδών στο υπουργείο και στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο δεν τα συζήτησαν ποτέ όλα αυτά με την αρχική επιτροπή ιστορικών που οι ίδιοι είχαν διορίσει. Η επιτροπή δεν κλήθηκε ούτε καν όταν το υπουργείο, μεταξύ Μαρτίου και Σεπτεμβρίου 2012, ζήτησε από νέα (δηλαδή τρίτη στη σειρά) επιτροπή να αποφανθεί για το νέο πρόγραμμα σπουδών Ιστορίας. Δεν έγινε ποτέ γνωστό στην εκπαιδευτική κοινότητα ότι υπάρχει νέο πρόγραμμα Ιστορίας για την υποχρεωτική εκπαίδευση. «Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ».

Ο Κώστας Κωστής, καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ήταν μέλος της Επιτροπής Κοινωνικές Επιστήμες – Ιστορία. Ο Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ήταν συντονιστής της Επιτροπής.