Μέρες γερμανικής κατοχής μού θύμισε η είδηση που διάβασα στις εφημερίδες την περασμένη Πέμπτη. Οτι, δηλαδή, θα μοιράζονται στα παιδιά των δημοτικών σχολείων, κάθε πρωί, γάλα και μια μερίδα φρούτων. Και αυτό θα ισχύει –από τον Μάρτιο, λένε –όχι μόνο για τα ελληνόπουλα, αλλά και για τους μικρούς μαθητές άλλων χωρών που αντιμετωπίζουν, προφανώς, σοβαρά οικονομικά προβλήματα.

Είμαι κι εγώ «παιδί της Κατοχής». Πρωτοπήγα στο σχολείο το 1942. Δεν μας έδιναν, τότε, γάλα. Μας έδιναν μια χούφτα μαύρες σταφίδες και ένα κομμάτι λακέρδα. Κάποιες χρονιές, θυμάμαι, μας έδιναν και αυγά σε σκόνη. Και άλλοτε, έναν αηδιαστικό χυλό, δεν ξέρω από τι καμωμένο, που οι αιώνιοι επιτήδειοι τον έκλεβαν κι αυτόν! Εξού και το τραγουδάκι που λέγαμε όλα τα πιτσιρίκια: «Πατάω ένα κουμπί / και βγαίνει μια χοντρή / και λέει στα παιδάκια «νιξ φαΐ» / Πατάω κι άλλο ένα / και βγαίνει μια χοντρέλα / και λέει στα παιδάκια «νιξ σαρδέλα» / Θα πάω να το πω στον Ερυθρό Σταυρό / πώς γίνατε συνέταιροι κι οι δυο / Και συ κυρα-Φωφώ / που κλέβεις τον χυλό / και φτιάχνεις παπουτσάκια με φελλό! / Θα πάω να το πω» κ.λπ.

Στα χρόνια του Εμφυλίου, στο γυμνάσιο πια, μας τάιζαν γάλα και σταφιδόψωμο. Το γάλα ήταν σκόνη και το φτιάχναμε επί τόπου, στο σχολείο. Την ξέρω καλά αυτή την ιστορία, γιατί το γάλα το έφτιαχνε η μητέρα μου. Απέναντι από το γραφείο του γυμνασιάρχη –για το Β΄ Γυμνάσιο της οδού Χέυδεν μιλάω –είχε διαμορφωθεί ένας χώρος σαν κουζίνα. Σε ένα τεράστιο καζάνι, που το κουβάλαγαν τέσσερις γεροδεμένοι έφηβοι, ρίχναμε μια μεγάλη ποσότητα νερού, γάλα σε σκόνη και κακάο με ζάχαρη, ανάβαμε φωτιά –με ξύλα -, υπήρχε μια μεγάλη κουτάλα για το ανακάτεμα και μετά, μόλις το «ρόφημα» ήταν έτοιμο, κάθε παιδί με το κυπελλάκι στο χέρι περνούσε μπρος από το καζάνι και ένας καθηγητής Γυμναστικής, με μια δεύτερη μικρή κουτάλα, «σερβίριζε». Δίπλα του, ο Ναπολέων, ο επιστάτης, μοίραζε το σταφιδόψωμο.

Φαίνεται πως το κακάο, εκείνη την εποχή, ήταν σε πρώτη ζήτηση. Γιατί και στις παιδικές κατασκηνώσεις, στην Πεντέλη, στη Βούλα, στη Σαλαμίνα, όπου μας έστελναν με «Δελτία Απορίας», κακάο πίναμε για πρωινό. Και λέγαμε κι ένα τραγούδι πάνω σε εγγλέζικο σκοπό: «Το κακάο ψήνεται / ψήνεται, δεν ψήνεται / θα καθήσουμε να φάμε / και αμέσως τραγουδάμε / είμαστε όλα τα παιδιά / πάντοτε χαρούμενα / είμαστε όλα τα παιδιά / πάντα γελαστά».

Μεγαλώσαμε, «μπήκαμε στην παραγωγή», παντρευτήκαμε, αποκτήσαμε κι εμείς παιδιά, τα ιδιωτικά σχολεία ξεφύτρωναν το ένα μετά το άλλο σαν μανιτάρια, τελειώσανε τα ροφήματα, στα διαλείμματα πουλούσαν οι επιστάτες τοστ και σάντουιτς, για τη μεταφορά των μαθητών στα σχολεία χρησιμοποιούνταν καθαρά λεωφορεία, η Ελλάδα έδειχνε ότι θα βαδίζει συνεχώς μπροστά, με όλα τα ελέη του Θεού στα χέρια μας, ώσπου άρχισε να μας παίρνει η κάτω βόλτα. Ολους. Και τα ελληνάκια, που είχαν καλομάθει με χαρτζιλίκια, παρέες, ωραία ρούχα και όλα τους τα σέα, έμειναν με το στόμα ανοιχτό από την κατάπληξη. Πάνε όλα τα μεγαλεία και τα λούσα, πάνε οι φραπεδιές και τα «άλλα κόλπα». Τώρα, επιστροφή στις δεκαετίες του ’40 και του ’50, με μπόλικη γκρίνια και περισσότερη αγανάκτηση.

Οι νέοι διαμαρτύρονται –και ευλόγως. Αλλά εμείς, οι «παλιοσειρές», λέμε και ξαναλέμε «συνηθισμένα τα βουνά από τα χιόνια». Ή «δεν βαριέσαι. Μια ζωή είναι. Θα περάσει…».