Τι Χίτσκοκ και πράσινα άλογα! Το θρίλερ, ολόσωμο, αποκρουστικό, αγωνιώδες και απειλητικό, εμφανίσθηκε στην Αθήνα προχθές και τσάκισε τα νεύρα όλων μας επί δώδεκα ώρες! Τα μισόλογα από τις Βρυξέλλες ρίχνανε συνεχώς όλο και πιο πηχτό σκοτάδι στη ζωή μας. Τρέχαμε προς τον Δεκέμβρη, με τις γιορτές, τα κάλαντα και τα παιδικά όνειρα, με τις τσέπες πανί με πανί. Και με την παγωνιά να θερίζει, όχι μόνο τα κορμιά μας, αλλά και τις ψυχές μας.

Εντέλει, τα χαράματα της 27ης Νοεμβρίου έσκασε μύτη η πρώτη ηλιαχτίδα! Ηταν αλήθεια! Θα παίρναμε τα 45 δισ., που τα περιμέναμε όπως οι βαρυποινίτες το χαρτί της αποφυλάκισης. Τριάντα τέσσερα δισ. σε 16 μέρες και τα υπόλοιπα σε τρεις δόσεις, στο πρώτο τρίμηνο του ’13! «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», ταρατατζούμ, ταρατατζούμ. Αντε, τώρα, να τα φάμε κι αυτά σε ρουσφέτια και διορισμούς, αλλά και διάφορα άλλα κόλπα, ώστε σε λίγο καιρό να απλώνουμε και πάλι το κοκαλιάρικο χέρι μας για νέα δανεικά.

Περιμένοντας τη χαρμόσυνη είδηση από τον Στουρνάρα, μου ‘ρχόταν κάθε ώρα και στιγμή στον νου το ανέκδοτο με τον γρύλο. Για όποιον δεν το ξέρει: Νύχτα, βροχή, κρύο και ένα οδηγός παθαίνει λάστιχο σε μια βουνοκορφή. Σπίτια, μαγαζιά πουθενά σ’ αυτή την κόλαση. Μονάχα, καμιά δεκαριά χιλιόμετρα πιο πέρα, ένα φωτάκι σαν πυγολαμπίδα. Τι να κάνει ο φουκαράς ο οδηγός; Αποφασίζει να το κόψει με τα πόδια ώς εκεί που τρεμοπαίζει το φως. Στον δρόμο κι ενώ έχει γίνει μουσκίδι, μιλάει με τον εαυτό του: «Θα είναι μια καλύβα, θα χτυπήσω, θα μου ανοίξει ένας ζοχαδιακός τύπος, θα του ζητήσω βοήθεια και θα μου τη δώσει». Σε λίγο: «Μπορεί, όμως, να είναι κάνα κάθαρμα και να με διώξει». Σε λίγο: «Θα πέσω στα πόδια του και θα τον παρακαλέσω να μου δανείσει τον γρύλο του, για να αλλάξω τη ρόδα του αυτοκινήτου μου. Θα με λυπηθεί σίγουρα». Σε λίγο: «Αν είναι, όμως, γρουσούζης και μου κλείσει κατάμουτρα την πόρτα, τι θα κάνω;» Σε λίγο: «Μπα, δεν γίνεται, θα με λυπηθεί και θα μου δώσει τον γρύλο του. Μπορεί και να μου φτιάξει και ένα τσάι για να ζεσταθώ». Σε λίγο: «Κι αν κοιμάται με τη γυναίκα του και τον κόψω πάνω στο σεξ, δεν θα με διαολοστείλει;. Θα με διαολοστείλει το γουρούνι!». Με τις τελευταίες σκέψεις έχει φτάσει στην καλύβα. Αλλά έχει γίνει έξαλλος με τον τύπο που φαντάζεται ότι θα είναι γουρούνι και θα τον διαολοστείλει. Γι’ αυτό μόλις ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται με τα σώβρακα ο αγουροξυπνημένος ένοικος της καλύβας, του λέει: «Ωστε, αντί να με βοηθήσεις, θα με διώξεις και θα με διαολοστείλεις, παλιάνθρωπε; Ου να μου χαθείς, παλιοτόμαρο! Δεν τον θέλω το γρύλο σου! Κράτα τον και βάλ’ τον εκεί που ξέρεις!…».

Τελικά, όμως, όπως είδαμε, η ιστορία δεν επαληθεύτηκε. Τα λεφτά, τα παίρνουμε! Φυσικά, για δάνειο πρόκειται που κάποτε θα το ξεπληρώσουμε. Αλλά αν μέναμε «ξεροί», όπως ήμασταν, τώρα θα μας κλαίγανε και οι ρέγγες. Βεβαίως, διάφοροι οικονομολόγοι θα βρουν πολλά να πουν και γι’ αυτά τα 45 δισ. Γι’ αυτούς καλύτερα θα ήταν να πεθαίναμε στην ψάθα. Αλλά, τι να κάνουμε; Οι «τοκογλύφοι», για μια φορά ακόμη, μας έσωσαν. Οχι επειδή μας αγαπάνε κ.λπ. κ.λπ. Αλλά γιατί αυτό τους συμφέρει. Οι δανειστές δεν είναι καλοί Σαμαρείτες.