«Θυμάμαι πως ήμουν 8 χρονών και πως πήγαινα στη Β’ δημοτικού. Μια μέρα γυρνώντας στο σπίτι μου δεν είχα διάθεση ούτε να φάω ούτε να διαβάσω, το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ. Ο πατέρας μου όταν έμαθε ότι δεν ήθελα να φάω και να διαβάσω αγρίεψε και άρχισε να μου φωνάζει. Αρχισε να με χτυπάει αλύπητα… Οταν σταμάτησε να με χτυπάει πήγα τρέχοντας και κλαίγοντας στο δωμάτιό μου. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα μόνος και αβοήθητος. Από εκείνη τη μέρα αποφάσισα να το σκάσω από το σπίτι. Για να το βγάλω από μέσα μου το είπα στον φίλο μου τον Αρη. Εκείνος το είπε σε όλη την τάξη και ντράπηκα πάρα πολύ. Δεν γύρισα σπίτι. Πήγα σε μια πλατεία και καθόμουν έως τις 10 το βράδυ. Τότε μου ήρθε μια ιδέα. Πήγα στο καρτοτηλέφωνο και κάλεσα το 1056. Κάποιος φίλος μού είχε πει ότι σε αυτόν τον αριθμό βοηθούν παιδιά που είναι σε κίνδυνο. Αφού μίλησα με μια κυρία και της είπα τα πάντα, με ρώτησε πού είμαι και μου είπε να την περιμένω. Σε μια ώρα είχε έρθει, με πήρε και με πήγε σε ένα σπίτι στον Καρέα».
Αν ο 8χρονος τότε Βασίλης δεν έφτανε στο καρτοτηλέφωνο της γειτονιάς για να καλέσει το 1056, η ιστορία του δεν θα είχε γίνει γνωστή και πιθανότατα θα υπέμενε για αρκετά ακόμη χρόνια τη βάναυση συμπεριφορά του πατέρα του μέσα στο σπίτι. Δεκαπέντε χρόνων σήμερα μιλάει με το θάρρος που πασχίζουν να βρουν τα 40 εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο:







