Σ’ αυτή τη χώρα, ξεχνάμε πολύ γρήγορα. Και, κυρίως, ξεχνάμε τους ανθρώπους εκείνους, που μας άπλωσαν, για καλό, το χέρι, όποτε χρειασθήκαμε βοήθεια. Κι αυτό είναι πολύ μελαγχολικό, για να μην πω κάτι βαρύτερο. Κάνω για πολλοστή φορά αυτές τις σκέψεις, γιατί μόλις διάβασα ένα «κομμάτι» του Γιάννη Παπαδόπουλου στα «ΝΕΑ», για ένα σημαντικό, ιστορικό χωριό, του Αποκόρωνα Χανίων Κρήτης, τον Βάμο, ιδιαίτερη πατρίδα του Δημητρίου Λαμπράκη.

Το «κομμάτι», σε δυο σελίδες, αναφέρεται σε μια ομάδα Βαμιανών, που πολύ νέοι, πριν από δυο δεκαετίες, με μεγάλη αγάπη για τον τόπο τους, με χρήματα από την τσέπη τους και σκληρή προσωπική εργασία ετών, δημιούργησαν τη Βάμος ΑΕ. Μια σπουδαία αναπτυξιακή εταιρεία, που αναπαλαίωσε παλιά σπίτια, ερείπια, μετατρέποντάς τα σε ξενώνες, δημιούργησε μια βιοτεχνία παραγωγής τοπικών προϊόντων και έδωσε φτερά σε ολόκληρη την περιοχή, με προοπτική και αισιοδοξία.

Είπε πολλά – και σωστά – για τη Βάμος ΑΕ ο διευθύνων σύμβουλός της Νίκος Φραντζεσκάκης. Λησμόνησε, όμως, να πει, ότι τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν θα είχε γίνει αν δεν ήταν τη δεκαετία του ’80 δήμαρχος του Βάμου ένας άνθρωπος με όραμα: ο Γιάννης Χατζηδάκης. Που μαζί με άξιους συμπαραστάτες, τον Νίκο Παπαδάκη, τον Νίκο Μαριακάκη, τον Νίκο Παπαδογιάννη, τον Μανώλη Γεωργιλά και πολλούς άλλους έβαλε μπρος ένα όνειρο: να ζωντανέψει τον Βάμο, που είχε μείνει χωρίς τους νέους του, χωρίς την ψυχή του, γιατί όλοι αυτοί οι νέοι είχαν φύγει στα Χανιά και στην Αθήνα για να βρουν δουλειά.

Το 1982, ήρθε ο Χατζηδάκης στο σπίτι μου. Δεν με γνώριζε. Μου μίλησε για τον Βάμο με θέρμη και συγκίνηση. Και με αγωνία. Και μου ζήτησε να βοηθήσω το χωριό του, που από πρωτεύουσα του Αποκόρωνα είχε παραδώσει τα όπλα, κατοικούσαν μόνο 600 γέροντες και δεν φαινόταν φως από πουθενά. Με ενθουσίασαν η ορμή του και το πάθος του. Σχεδιάσαμε, αμέσως, την οργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων, τα έσοδα των οποίων θα χρησιμοποιούνταν για κοινωφελείς σκοπούς.

Πήρα σβάρνα τους συνεργάτες και φίλους μου. Την Αλεξίου, τον Νταλάρα, τον Πάριο, τον Μαρκόπουλο, τον Μητσιά, τη Φαραντούρη, τον Χάρρυ Κλυνν, που ήρθαν και τραγούδησαν δωρεάν δύο και τρεις φορές. Συναντήθηκα με τον Γ.-Α. Μαγκάκη, τον Σαμαράκη, τον Λιβάνη, τον Λαλιώτη, τον Βαλυράκη, την Κυπριωτάκη, τον Κατράκη και τους έπεισα, με δυο κουβέντες, να μπουν μπροστά, για να ξαναγεννηθεί αυτό το μαστιγωμένο από τη φτώχεια και την εγκατάλειψη χωριό. Ολοι δέχτηκαν με χαρά να κάνουν ό,τι μπορούν, για να ξαναβρεί ο Βάμος τον βηματισμό του.

Από την ίδια χρονιά, το χωριό των 600 γερόντων άρχισε να κατακλύζεται από 15.000 επισκέπτες, που έρχονταν απ’ όλη την Κρήτη, για να παρακολουθήσουν τις εκδηλώσεις μας! Ο Βάμος ανέπνευσε. Οι νέοι, ανάμεσά τους και ο Φραντζεσκάκης, γίνανε πρωτοπόροι στον αγώνα για να ζωντανέψει η περιοχή. Φτιάχτηκαν σπίτια, άνοιξαν ταβέρνες, παντρεύτηκαν ζευγάρια, όλη η πολιτεία πήρε να γιορτάζει και να δουλεύει για μια καλύτερη μέρα. Και, τελικά, τα κατάφερε. Εχοντας, πάντοτε, οδηγό τον οραματιστή Γιάννη Χατζηδάκη.