Σε κανέναν δεν αρέσει να του περικόπτουν τις αποδοχές. Και φυσικά, ο καθένας έχει δικαίωμα να διαμαρτύρεται και με κάθε νόμιμο μέσο να επιδιώκει να αποτρέψει τη μείωση του εισοδήματός του. Στην Ελλάδα, βέβαια, τα νόμιμα μέσα είναι για πολλούς μια ακατάληπτη έννοια και γι’ αυτό δεν πρόκειται να ασχοληθώ με τις αντιδράσεις των υπαλλήλων της Βουλής, οι οποίοι μπροστά στο ενδεχόμενο να ψηφιστεί η τροπολογία με την οποία μειώνονταν και οι δικοί τους μισθοί προχώρησαν σε άγρια απεργία και απείλησαν με κατάληψη το Κοινοβούλιο.

Θα ασχοληθώ όμως με τους δικαστές, οι οποίοι οφείλουν να αντιλαμβάνονται τη θεμελιώδη για μια δημοκρατία έννοια της νομιμότητας και θα σταθώ στις δικές τους αντιδράσεις. Εδώ και πολύ καιρό, πολλοί δικαστές πραγματοποιούν στάση εργασίας παρά τη ρητή συνταγματική επιταγή που τους απαγορεύει κάθε μορφής απεργία. Δεν γνωρίζω κανέναν σοβαρό νομικό που να αμφισβητεί ότι η στάση εργασίας των δικαστών συνιστά κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος. Αυτοί όμως, με εξαίρεση τους δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας, συνεχίζουν απτόητοι τη στάση τους, σαν να μην καταλαβαίνουν ότι, όταν οι ίδιοι παρανομούν, δεν μπορούν να απαιτούν από τους πολίτες την υπακοή στους νόμους.

Την ευαισθησία τους για την τήρηση του Συντάγματος την εξαντλούν σε ένα ζήτημα που αφορά τους ίδιους: στις περικοπές των δικών τους μισθών. Ετσι, λίγο πριν ψηφισθεί από τη Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο με τις περικοπές, συνήλθε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και απεφάνθη ότι οι ρυθμίσεις που πρόκειται να ψηφιστούν είναι αντισυνταγματικές.

Οπως είναι γνωστό, ο Αρειος Πάγος δεν έχει από το Σύνταγμα αρμοδιότητα συγκεντρωτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ούτε προβλέπεται να γνωμοδοτεί για τη συνταγματικότητα κάποιου νομοσχεδίου. Τον έλεγχο συνταγματικότητας τον ασκεί όταν εκδικάζει μια υπόθεση και καλείται να εφαρμόσει κάποιον συγκεκριμένο νόμο (διάχυτος έλεγχος). Πώς, λοιπόν, απεφάνθη στη συγκεκριμένη περίπτωση; Φαίνεται ότι θεωρούν ότι η διατύπωση της διάταξης του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων που προβλέπει τη «λήψη αποφάσεων για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, οργάνωσης και λειτουργίας του δικαστηρίου και απονομής της δικαιοσύνης» περιλαμβάνει και το ζήτημα των αποδοχών τους.

Κατά την άποψή μου, η διάταξη αναφέρεται στενά σε ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας των δικαστηρίων και δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε θέμα γενικού ενδιαφέροντος το οποίο σχετίζεται με τη δικαιοσύνη. Αλλιώς θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η Ολομέλεια μπορεί να αποφαίνεται, έστω και γνωμοδοτικά, για κάθε νομοσχέδιο. Θα μπορούσε, παραδείγματος χάριν, να υποστηριχθεί ότι η προστασία του περιβάλλοντος είναι ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος ή επηρεάζει γενικά την απονομή της δικαιοσύνης και, επομένως, η Ολομέλεια μπορεί να αποφανθεί και επ’ αυτού. Μια τέτοια ερμηνεία ουσιαστικά απονέμει αρμοδιότητες συγκεντρωτικού ελέγχου στον Αρειο Πάγο και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το Σύνταγμα και τον διάχυτο έλεγχο που αυτό προβλέπει.

Η ερμηνεία αυτή έχει και άλλες συνέπειες. Οσοι δικαστές συμμετέχουν σε μια παρόμοια απόφαση-γνωμοδότηση εκφράζονται δημοσίως για κάποιο ζήτημα και, ως εκ τούτου, πρέπει να αποκλείονται από τη σύνθεση δικαστηρίου που θα εκδικάσει τη συνταγματικότητα αυτού του ζητήματος. Ετσι, π.χ., στο λεγόμενο Μισθοδικείο, το οποίο ενδεχομένως θα κληθεί να εκδικάσει τελικά το ζήτημα της συνταγματικότητας των περικοπών, δεν μπορεί να συμμετάσχει κανένας από τους αρεοπαγίτες που συμμετείχαν στην Ολομέλεια.

Ηταν ανάγκη οι δικαστές μας να υιοθετήσουν μια τουλάχιστον αμφιλεγόμενη ερμηνεία σε μια διάταξη νόμου και να σπεύσουν να αποφανθούν για ένα ζήτημα που τους αφορά; Προσδοκούσαν άραγε ότι την τελευταία στιγμή θα αποσύρονταν τα μέτρα επειδή απεφάνθησαν γνωμοδοτικά για την αντισυνταγματικότητά τους; Δεν τους αρκούσε ότι μπορούν να προσβάλουν την επίμαχη διάταξη στο Μισθοδικείο; Δεν αντιλαμβάνονται ότι η αντισυνταγματικότητα ενός νόμου είναι μια σοβαρή απόφαση που δεν παίρνεται ούτε υπό την πίεση συνδικαλιστικών πιέσεων ούτε λόγω της συγκυρίας; Και τέλος, επιτρέπεται να συνεδριάζουν για ζητήματα συνταγματικότητας και να σιωπούν για τη στάση εργασίας που ταλανίζει τη χώρα και τινάζει όλη τη δικαιοσύνη στον αέρα;

Διανύουμε μια φοβερή κρίση και είναι δύσκολο να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας. Αν όμως μιμηθούμε τους υπαλλήλους της Βουλής, όχι μόνο θα διαλύσουμε τους θεσμούς μας αλλά είναι βέβαιο ότι το ίδιο και χειρότερο θα κάνουμε με τα εισοδήματά μας. Πιστεύω ειλικρινά ότι οι δικαστές πρέπει να είναι οι καλύτερα αμειβόμενοι δημόσιοι λειτουργοί. Αλλά οι απολαβές τους, όπως και όλων μας, δεν εξαρτώνται από κανένα Σύνταγμα αλλά από τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας.

Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.