Είκοσι πέντε σελίδες για ένα χαστούκι! Αλλά με πόσο βαριά συμβολική αξία. Ηταν το χαστούκι που έδωσε (ή παραλίγο να δώσει) στη βασίλισσα Φρειδερίκη η ουαλή δασκάλα και ακτιβίστρια Μπέτι Αμπατιέλου στις 20 Απριλίου 1963, εκεί στο κέντρο του αριστοκρατικού Λονδίνου, για να απελευθερωθούν επιτέλους έπειτα από 16 χρόνια ο Toni my husband και οι πολιτικοί κρατούμενοι, που πλήρωναν με τις τσακισμένες ζωές τους στις φυλακές και στα ξερονήσια το τίμημα της μετεμφυλιακής ανασυγκρότησης της Ελλάδας. Εκείνης που είχαν σχεδιάσει οι Αμερικανοί και οι φίλοι τους, προκειμένου να επικρατήσουν στον Ψυχρό Πόλεμο. Είναι η φοβερή εποχή μετά τη δολοφονία του Πολκ και πριν από τη δολοφονία του Λαμπράκη, παραμονές της δολοφονίας Κένεντι και ενώ βράζει το Κυπριακό, όταν η θεσμοποιημένη ξενοκρατία στην Ελλάδα έχει φτάσει στο απόγειό της, και το μεγάλο κεφάλαιο έχει διεισδύσει στην πολιτική. Αυτή την εποχή ζωντανεύει ανάγλυφα και με εξαιρετική μαεστρία ο Αρης Μαραγκόπουλος στο «Χαστουκόδεντρο» (Εκδ. Τόπος), ένα μυθιστόρημα-ντοκιμαντέρ «για την αγωνία της μεταπολεμικής Ελλάδας να σταθεί με αξιοπρέπεια στα πόδια της στους πιο αναξιοπρεπείς καιρούς». Ο ίδιος το ορίζει ως «μυθιστορία» επειδή αγκαλιάζει και τη μυθολογία γύρω από τα πρόσωπα και τα γεγονότα της εποχής. Και το προικίζει με 40 σελίδες κριτικά παρουσιασμένα ιστορικά τεκμήρια για τα πολιτικά, διπλωματικά και οικονομικά παιχνίδια που όρισαν την ελληνική υπόθεση στις δεκαετίες ’40, ’50, ’60, και που ξεπροβάλλουν σαν απειλητικά φαντάσματα σήμερα.

Το κλειδί του βιβλίου είναι η οδύσσεια του Αντώνη Αμπατιέλου, συνδικαλιστή – ναυτεργάτη που νίκησε τα εφοπλιστικά συμφέροντα (1943), φυλακισμένου αγωνιστή (1947-1964) και κατοπινού υψηλόβαθμου στελέχους του ΚΚΕ, και της αντισυμβατικής αγγλίδας αγωνίστριας Μπέτι Μπάρτλετ. Οι δυο τους ερωτεύτηκαν σε μια παμπ στο Κάρντιφ στη μέση ενός καβγά όπου του έδωσε ένα χαστουκάκι, αλλά δεν μπόρεσαν να ζήσουν μαζί παρά μετά τα πενήντα τους, όταν πια είχε καψαλιστεί το (και συλλογικό) όραμά τους για μια πιο δίκαιη κοινωνία. Η εμποδισμένη αγάπη τους λειτουργεί για τον αναγνώστη ως αλληγορία μιας Ελλάδας που θα μπορούσε να είχε ξεπεράσει τις αντιθέσεις της και να ορθοποδήσει χωρίς αφεντικά, αλλά αντ’ αυτού έγινε ένα πιόνι στη μεταπολεμική σκακιέρα των μεγάλων αφεντικών.

Ο 60χρονος σήμερα Μαραγκόπουλος, ασκεί κριτική από τα αριστερά στα μεταπολεμικά πρόσωπα και πράγματα, φορώντας το προσωπείο του παλιού (από το 1998) ήρωά του Βενιαμίν (Μπεν) Σανιδόπουλου, διανοούμενου με πατέρα μπάτσο. Το έναυσμά του είναι τα χαστούκια που «πίπτουν επί δικαίους και αδίκους, αντλώντας τη σημασία τους από τις εκάστοτε συνθήκες». Από τη μια, η αγγλίδα Μπέτι ξεφτίλισε τη γερμανίδα «Φρειδερίκα» προλαβαίνοντάς τη στην πλαϊνή έξοδο του πολυτελούς ξενοδοχείου Κλάριτζες, ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει από τον κλοιό των διαδηλωτών και τη βουή του «Amnesty in Greece». Από την άλλη, ο Αμπατιέλος σήκωνε το χέρι του για να διασφαλίσει την κομματική πειθαρχία στις φυλακές. Και κάτι παρόμοιο είχαν κάνει –με σοβαρές μακροπρόθεσμες συνέπειες –ο αμερικανός πρέσβης Τζον Πιουριφόι προς τον έλληνα πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο ή ο Πολ Πόρτερ, αρχηγός της Αποστολής για τη Διαχείριση της Οικονομικής Βοήθειας των ΗΠΑ, προς τον υπουργό Συντονισμού Στέφανο Στεφανόπουλο. Τα χαστούκια συμβολίζουν λοιπόν είτε την πολιτική απείθεια ως τελευταία ελπίδα του ακρωτηριασμένου και του φτωχού είτε τον αυταρχισμό της εξουσίας, τόσο του κομματικού όσο και του ξένου παράγοντα. Ομως στο «λαϊκό διάβημα» της Μπέτι αντανακλάται και η ιλαροτραγική διάσταση των παιχνιδιών της εποχής. Το περιφρονητικό «δεν μιλάω σε ξένους» της βασίλισσας και η «αθώωση» της Μπέτι από τη βρετανική κυβέρνηση, η διάψευση από τους αυτόπτες μάρτυρες ότι δόθηκε χαστούκι και η αποδοκιμασία των «χυδαίων αναρχικών εκδηλώσεων» στη Βουλή από την πλευρά του Στ. Στεφανόπουλου ως εκπροσώπου της Ενωσης Κέντρου, η δυσφορία του ΚΚΕ και το «ο λαός θέλει να λες ότι τη χτύπησες» του γερο-Πασαλίδη της ΕΔΑ, αφήνουν μια μελαγχολική επίγευση στον αναγνώστη κι ας γνωρίζει ότι την επόμενη χρονιά ήρθε η πολυπόθητη απελευθέρωση των κρατουμένων.