Γεννημένος στη Βιέννη σε μεγαλοαστική εβραϊκή οικογένεια, ο Στέφαν Τσβάιχ (1881-1942) εκδήλωσε από νωρίς το πάθος του για τη λογοτεχνία και το θέατρο. Η οικονομική του άνεση, η κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα της πόλης, η γλωσσομάθειά του (μετέφρασε, μεταξύ άλλων, Βερλέν, Μποντλέρ, Κιτς, Γέιτς), τα συχνά ταξίδια του εντός και εκτός Ευρώπης διευκόλυναν την είσοδό του στον χώρο των γραμμάτων και στήριξαν την αποκλειστική αφοσίωσή του στον κόσμο της τέχνης. Ως συγγραφέας διέπρεψε σε πολλά είδη: ποίηση, θέατρο, μυθιστορηματικές βιογραφίες, κριτικά δοκίμια· κυρίως όμως συνέδεσε το όνομά του με τη μαστορική της νουβέλας. Μολονότι γραμμένες οι περισσότερες νουβέλες του μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τη δεκαετία του ’20, αναπαράγουν τη βιεννέζικη κουλτούρα και ευαισθησία των αρχών του 20ού αιώνα με μια νοσταλγία για τον «κόσμο του χθες» και τις χαμένες προπολεμικές αξίες.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, όταν ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος βρίσκεται επί θύραις και έχει κιόλας αναστατώσει τη ζωή του Τσβάιχ (τα βιβλία του γίνονται παρανάλωμα στις δημόσιες πυρές της χιτλερικής νεολαίας, ο πρώτος του γάμος διαλύεται, ο ίδιος καταφεύγει στην Αγγλία), γράφεται ο «Επικίνδυνος οίκτος». Πρόκειται για το μοναδικό μυθιστόρημα του συγγραφέα και, ουσιαστικά, ένα από τα τελευταία του κείμενα που εκδίδεται στα γερμανικά το 1939 (στη Σουηδία, όπου έχουν μετακινηθεί λόγω του πολέμου οι εκδότες του) και μεταφράζεται αμέσως, την ίδια χρονιά, στα αγγλικά. Σε κυριολεκτική μετάφραση ο (γερμανικός) τίτλος θα ήταν «Ανυπομονησία της καρδιάς» –μάλιστα η υποδειγματική μετάφραση της Μιμίκας Κρανάκη το 1945 βρίσκεται πιο κοντά στο γερμανικό πρωτότυπο, επιλέγοντας παρεμφερή τίτλο («Ανυπόμονη καρδιά»). Οπως και οι περισσότερες νουβέλες του Τσβάιχ, το μυθιστόρημα είναι ψυχογραφικό· θίγει μάλιστα ζητήματα ιατρικής δεοντολογίας, βιοηθικής, όπως θα λέγαμε με σημερινούς όρους, αναφερόμενο στις ντελικάτες σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στον γιατρό και τον ασθενή του, καθώς και στο άμεσο συγγενικό περιβάλλον του ασθενούς. Αλλωστε σε επιστολή του στον Φρόιντ (15 Νοεμβρίου 1937) ο συγγραφέας δηλώνει: «Δουλεύω σε ένα δύσκολο ψυχολογικό μυθιστόρημα, που θα έχει τίτλο «Δολοφονία διά του οίκτου» […]. Είναι μια επιστροφή στον κόσμο σας και το βιβλίο μπαίνει και λίγο στα χωράφια της ιατρικής». Επιπροσθέτως, στο μυθιστόρημα σκιαγραφείται ο κλειστός και ιεραρχημένος κόσμος των αξιωματικών του αυστροουγγρικού Στρατού με τους αυστηρούς εσωτερικούς κανονισμούς και την απαρέγκλιτη εθιμοτυπία που ενίοτε προσκρούουν στο πνεύμα των συνήθων κοινωνικών συμβάσεων.

Το κείμενο αρχίζει με μια αφήγηση-πλαίσιο στην οποία θα σφηνωθούν παρένθετες αφηγήσεις. Δύο άγνωστοι συναντώνται, παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1938), και ο ένας (Αντον Χοφμίλερ), περιβεβλημένος από την αίγλη της πολεμικής αριστείας στον προηγούμενο παγκόσμιο πόλεμο, αφηγείται στον άλλο την προσωπική ιστορία του αποκαθιστώντας την αλήθεια των γεγονότων, απομυθοποιώντας τη φήμη που συνοδεύει το όνομά του. Η αυτοκριτική εξομολόγηση του μεσήλικου Χοφμίλερ μάς στρέφει πίσω, στο 1913, σε μια κωμόπολη της ουγγρικής μεθορίου, όπου ο τότε 25χρονος αφηγητής, υπίλαρχος του Ιππικού, κάνει τη γνωριμία των Κεκεσφάλβα, βαθύπλουτης οικογένειας με ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή. Επιχειρώντας να διασκεδάσει το ατόπημά του (στην πρώτη του επίσκεψη στον πύργο του γαιοκτήμονα προσκαλεί σε… χορό την παραπληγική θυγατέρα του οικοδεσπότη), επιστρατεύει όλη του την ευγένεια και τους καλούς τρόπους (ουσιαστικά, τον οίκτο του για την Εντιθ), αλλά οι φιλοφρονήσεις του παρερμηνεύονται. Η κοπέλα τον ερωτεύεται παθολογικά, η ανασφάλειά της την κάνει υπερευαίσθητη, κτητική, επιτείνει τη νευρικότητα και την αμφιθυμία της, ενώ και η δική του απειρία, οι αδέξιοι χειρισμοί του, η μη έγκαιρη απεμπλοκή του από μια πνιγηρή και αδιέξοδη κατάσταση οδηγούν τα πράγματα σε τραγικό τέλος. Στην όλη αφήγηση εγκιβωτίζονται τρεις μικρότερες: η ιστορία του πλούσιου πατέρα της Εντιθ, ο οποίος δεν είναι ούγγρος αριστοκράτης, όπως πιστεύει ο νεαρός αξιωματικός, αλλά Εβραίος ταπεινής καταγωγής με επιχειρηματικό δαιμόνιο που τον βοήθησε να εκμεταλλευτεί συγκυρίες και περιστάσεις και να ανέλθει κοινωνικά μέσω του γάμου του· η ιστορία ενός τέως συναδέλφου, στρατιωτικού, που γνώρισε μια πλούσια Ολλανδέζα κι έκανε έναν επιτυχημένο γάμο· η ιστορία του έντιμου γιατρού που κουράρει την Εντιθ και ο οποίος έχει προσωπική πείρα της σχέσης με μια ανάπηρη (η γυναίκα του είναι τυφλή). Τρεις γάμοι που έχουν «αίσια» κατάληξη και υποστηρίζουν τον γαμήλιο θεσμό σε αντίθεση με τη νοσηρή σχέση του νεαρού υπίλαρχου και της ανάπηρης πλουσιοκόρης –εδώ, η συμπόνια δεν μεταστρέφεται σε έρωτα, όπως ελπίζει η παράπληκτη κοπέλα, ούτε κατορθώνει να νικήσει τη δειλία και την αναποφασιστικότητα του Χοφμίλερ, ο οποίος παραπαίει σε δικές του ανασφάλειες.

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που γνώρισε μεγάλη δημοφιλία και πολυμεταφράστηκε, ακόμη και στα ελληνικά. Οι εκδόσεις Αγρα επέλεξαν να το επαναφέρουν στη βιβλιαγορά μέσω της εξαιρετικής (και αρυτίδωτης, παρά την ηλικία της) μετάφρασης της Μιμίκας Κρανάκη. Οπως πάντα, πλαισιώνουν το κείμενο με εισαγωγικά και κριτικά σημειώματα, εργοβιογραφικό χρονολόγιο για τον συγγραφέα, παρέχοντας στον αναγνώστη τη δυνατότητα να κατανοήσει και να εντάξει σε γραμματολογική προοπτική τα όσα διαβάζει.