Από τους πρώτους μήνες του 2011 η κρίση διακυβέρνησης της χώρας επιτάχυνε την οικονομική και την κοινωνική επιδείνωση. Εντούτοις, με την κυβέρνηση Παπαδήμου, τις εκλογικές αναμετρήσεις και μια οδυνηρή συνειδητοποίηση των αδιεξόδων, το πολιτικό πρόβλημα οδηγήθηκε σε λειτουργική λύση τη 17η Ιουνίου. Παραμένει αρκετή αβεβαιότητα, ένα μοιραίο ατύχημα δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά με τη δεδομένη σύνθεση του πολιτικού προσωπικού ήταν ένα βέλτιστο αποτέλεσμα.
Το οικονομικό πρόβλημα της χώρας είναι βαθύ και σύνθετο: έλλειψη ανταγωνιστικότητας, πολυετή κρατικά ελλείμματα, συσσώρευση χρέους. Ωστόσο, έχουν διαφανεί θετικές εξελίξεις που θα μπορούσαν μακροπρόθεσμα να ανατρέψουν τις στρεβλώσεις. Η αναπάντεχη αποφασιστικότητα της νέας κυβέρνησης εναρμονίζεται με μια αυξανόμενη ευρωπαϊκή και διεθνή βούληση για αλληλεγγύη χάριν της οικονομικής σταθερότητας. Η συγκρατημένη αισιοδοξία είναι πλέον εύλογη, πράγμα που αντανακλάται σε χαρακτηριστικούς δείκτες, όπως τα σπρεντ.
Πάντως, ο δρόμος για την ολοκληρωμένη αντιμετώπιση της κρίσης είναι μακρύς. Πίσω από την έλλειψη προσαρμογής στη διεθνή οικονομική πραγματικότητα κρύβεται η πάγια αδυναμία της χώρας να συγκλίνει προς τις αξίες των ανεπτυγμένων δυτικών κοινωνιών, ένα πολιτιστικό πρόβλημα που ανάγεται σε ιστορία αιώνων. Η παρούσα φάση του συνδέεται με την επιτάχυνση της ευρωπαϊκής πορείας κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Βέβαια, οι πολιτιστικές διαφορές επιβραδύνουν αλλά δεν ανατρέπουν μια πορεία ολοκλήρωσης που προκύπτει από αδήριτες οικονομικές και γεωπολιτικές πραγματικότητες. Ωστόσο, για τη σύγκλιση χρειάζονται δημοκρατικές διαδικασίες που πρέπει να ξεπεράσουν το κοινωνικό πρόβλημα. Η κοινωνία πολιτών είναι υπανάπτυκτη, το κατακερματισμένο κοινωνικό σώμα δυσκολεύεται να συλλάβει τη σύγχρονη πραγματικότητα μέσω ορθολογικής προσέγγισης. Εύκολα διαμορφώνονται αβάσιμες, δογματικές και φοβικές απόψεις για τα αίτια των δυσκολιών, επιδεινώνοντας το οικονομικό και πολιτικό πρόβλημα. Η κατανόηση λοιπόν αποτελεί κεντρικό ζήτημα, απαιτεί θεμελιωμένη θεωρητική ανάλυση που θα καταλήγει σε δοκιμασμένη πολιτική πρόταση.
Τα συλλογικά προβλήματα των πολιτισμένων κοινωνιών επιδέχονται πολιτικές λύσεις. Ανήκουμε στον δημοκρατικό κόσμο όπου η πολιτική λειτουργεί κοινοβουλευτικά. Στην ώριμη δυτική πραγματικότητα, τα κόμματα εκφράζουν μερικώς αποκλίνοντα συμφέροντα των κοινωνικών στρωμάτων, π.χ. Εργατικό, Φιλελεύθερο, Συντηρητικό. Οταν οι υπαρκτές αντιθέσεις τίθενται, μέσω των κομμάτων, πάνω στο πολιτικό τραπέζι, η κοινωνία συνειδητοποιεί την υλική βάση των προβλημάτων της. Σε πολιτικά ανώριμες κοινωνίες, ένα υποτιθέμενο ολικό συμφέρον αναδύεται με ιδεαλιστικούς μύθους περί θρησκείας, έθνους, λαού κ.λπ., όπως π.χ. στα τουρκικά κόμματα Μητέρα Πατρίδα, Ορθός Δρόμος, Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη. Παρόμοιες τάσεις δεν λείπουν και από σημερινά ελληνικά κόμματα. Λείπει όμως σαφώς μια βασική συνιστώσα του σύγχρονου πολιτικού φάσματος, η σοσιαλδημοκρατία.
Η συγκυρία προκαλεί διόγκωση των δύο άκρων της ελληνικής πολιτικής, ενισχύοντας φανατισμούς, ανορθολογισμό και βία. Η ακροδεξιά συνιστώσα στην Ευρώπη συνδέεται σήμερα με τα προβλήματα της μετανάστευσης. Στην Ελλάδα, προστίθεται η «αγανάκτηση» και η Ακροδεξιά αποκτά υψηλά ποσοστά και ακραία επιθετικές μορφές. Η άνθηση της ιδιομορφίας του ΣΥΡΙΖΑ τροφοδοτείται από την προοπτική ενός οικονομικού και κοινωνικού χάους. Αν τελικά αυτό αποφευχθεί, το ριζοσπαστικό μόρφωμα θα κατέλθει φυσιολογικά στα χαμηλά ποσοστά παρόμοιων ευρωπαϊκών σχημάτων. Σε μια αισιόδοξη προοπτική αυστηρής και οργανωμένης κρατικής διαχείρισης κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, το κομματικό φάσμα θα εκσυγχρονιζόταν και οι ακρότητες θα υποχωρούσαν.
Το ΠΑΣΟΚ κυριάρχησε επί χρόνια στον κεντροαριστερό χώρο, αλλά απέφυγε να γίνει ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Αντίθετα, επιμελώς διατήρησε εθνικοαπελευθερωτικά, βλέπε «κανταφικά», χαρακτηριστικά και ανέπτυξε μια «περονική» πολιτική με τα συναφή φαινόμενα λαϊκισμού, διαφθοράς, φατριασμού κ.λπ. Ωστόσο, πολλά μεσαία στελέχη και οπαδοί του θα μπορούσαν να ενταχθούν σε ένα γνήσιο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Η εικόνα ευρωκομμουνιστικής ανανέωσης που εκφράζει η Δημοκρατική Αριστερά, παρά τα αναμφισβήτητα ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά της, δεν αντιστοιχεί σε ιδεολογία σημερινού δυτικοευρωπαϊκού κόμματος. Η επιλογή συμμετοχής της στη διακυβέρνηση είναι σημαντικό βήμα εκσυγχρονισμού που θα μπορούσε να καταλήξει σε γνήσια σοσιαλδημοκρατία. Εντούτοις, μέρος των στελεχών της υπονομεύει μια τέτοια προοπτική λειτουργώντας σαν «παλαιοαριστερό έρμα».
Αραγε, ποια ταξικά συμφέροντα θα φανούν ικανά να προωθήσουν τον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό των ελληνικών κομμάτων; Πάντως, μια μετριοπαθής προοδευτική δύναμη με ρηξικέλευθες προτάσεις θα υπηρετούσε ευρέα κοινωνικά στρώματα, μακροπρόθεσμα. Ενας σοσιαλδημοκρατικός πόλος θα συντελούσε σημαντικά σε μια ενδελεχή διαδικασία κατανόησης της πραγματικότητας εκ μέρους της κοινωνίας, συμβάλλοντας όχι μόνο στο ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης αλλά και στη δημιουργία θεμελίων για την αναχαίτιση μοιραίων υποτροπών.
Ο Κίμων Χατζημπίρος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο