Είναι γνωστό ότι ορισμένες σκανδιναβικές και κάποιες, πάλαι ποτέ ταχέως αναπτυσσόμενες, ασιατικές χώρες διήλθαν από μια σημαντική οικονομική κρίση τη δεκαετία του ’90. Αν και οι διαφορές μεταξύ αυτών των οικονομικών κρίσεων και της τρέχουσας ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης είναι τεράστιες, ωστόσο, υπάρχει ένα σημαντικό μάθημα που μπορούμε να πάρουμε από την επιτυχή αντιμετώπιση των εν λόγω κρίσεων, ειδικά αυτών των σκανδιναβικών οικονομιών. Ενα από τα βασικά μαθήματα λοιπόν που μπορούμε να πάρουμε είναι, καταρχάς, πως οφείλουμε να απεγκλωβιστούμε άμεσα από τη νεοφιλελεύθερη λογική της επικέντρωσης στα οικονομικά, στρέφοντας την προσοχή μας ξανά στην πραγματική οικονομία. Η σταθεροποίηση των ελλειμμάτων είναι καλός, αλλά όχι επαρκής όρος για την ανάπτυξη. Αλλωστε, πολλές αφρικανικές χώρες έχουν σταθεροποιήσει τα ελλείμματά τους χωρίς να έχουν όμως καθόλου ανάπτυξη. Συνεπώς, η ανάπτυξη δεν συνδέεται με σχέση δεσμευτικής εξάρτησης ούτε θετικά ούτε αρνητικά από τα ελλείμματα.

Η Σουηδία αντιμετώπισε την οικονομική της κρίση της δεκαετίας του 1990 θέτοντας συγκεκριμένους αναπτυξιακούς στόχους, που χρειάζονταν πολύ λίγη οικονομική ενίσχυση, παρακολουθώντας όμως βήμα βήμα αυτούς τους στόχους, μέχρι την υλοποίησή τους. Αυτό ακριβώς λείπει σήμερα από την ελληνική οικονομία, αυτό ακριβώς έλειπε και την περίοδο της ανάπτυξης. Γι’ αυτό και όλοι οι διαθέσιμοι πόροι που είχαμε δεν δημιούργησαν κανένα σημαντικό αποτέλεσμα. Και η διαφθορά άλλωστε είναι κομμάτι της λογικής ότι ξεκινάω κάτι ειδικό, ασύνδετο με έναν γενικότερο στόχο και δεν παρακολουθώ ούτε την υλοποίησή του ούτε λογοδοτώ για το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μου. Οποιος έχει εκ των έσω γνώση του τρόπου συγγραφής των επιχειρηματικών ή επιχειρησιακών σχεδίων (business plans) των εταιρειών του κράτους και του ίδιου του στενού δημόσιου τομέα, αντιλαμβάνεται αμέσως την πηγή της κακοδαιμονίας της ελληνικής οικονομίας. Ανερμάτιστη συρραφή στοιχείων (ενίοτε φανταστικών), μηδενική παρακολούθηση, μηδενική υλοποίηση. Η ελληνική οικονομία λειτουργεί πραγματικά και στον ιδιωτικό σε σημαντικό βαθμό, αλλά και στον δημόσιο τομέα σαν εγκαταλειμμένο ψητοπωλείο της δεκαετίας του ’80. Γι’ αυτό και προσπαθούμε να βελτιώσουμε τη θέση μας στον παγκόσμιο καταμερισμό των έργων με μειώσεις μισθών αντί με μια ριζική ανακαίνιση του «μαγαζιού» μας. Διότι η ριζική ανακαίνιση απαιτεί και τη ριζική αποκόλληση μας από τη νοοτροπία του «ψητοπώλη» και παράλληλα την αποδοτική διαχείριση των στόχων μας.

Χρειαζόμαστε δηλαδή ως οικονομία ένα νέο, ρεαλιστικό, αλλά φιλόδοξο, business plan, που θα διορθώσει ριζικά τις αστοχίες μας στην οργάνωση των οικονομικών μας στόχων και θα μας θέσει και πάλι εντός του παγκόσμιου καταμερισμού των έργων, έως ότου έρθει η αταξική κοινωνία που όλοι οραματιζόμαστε από παιδιά. Στο μεσοδιάστημα ωστόσο, η βελτίωση της θέσης μας θα μπορούσε να προστατεύσει τη μεσαία τάξη, το κράτος πρόνοιας και τη γενική κοινωνική ευημερία. Χρειάζεται πραγματικά να σκεφτούμε ως κοινωνία ένα βασικό οικονομικό όραμα, τους μακροχρόνιους στόχους μας, τις μοναδικές μας ικανότητες, αλλά και τα στάδια υλοποίησης όλων αυτών, με μεγάλη λεπτομέρεια και εξειδίκευση, που δεν θα εξαρτώνται από τις συχνές εναλλαγές του πολιτικού προσωπικού της χώρας.

Οι θεωρίες σχετικά με τον παγκόσμιο καπιταλισμό, την αδικία του συστήματος και τις ανισότητες που αυτό παράγει, είναι εύλογες και καλοδεχούμενες, αλλά δεν αφορούν την Ελλάδα. Αφορούν συνήθως τις μεγάλες κοινωνίες και οικονομίες και τους παγκόσμιους θεσμούς που δίνουν τον οικονομικό ρυθμό. Αν δεν θέλουμε να καταλήξουμε μια μικρή παραπονούμενη κοινωνία που βιώνει υπομονετικά τα δεινά της, οφείλουμε να δούμε πώς πέτυχαν οι άλλες μικρές οικονομίες και κοινωνίες που παρακολουθούν σήμερα την οικονομική κρίση ως ένα ιστορικό φαινόμενο που ελάχιστα τους αγγίζει. Μπορεί ορισμένα από αυτά να μας φαίνονται γενικά, ωστόσο, κανείς δεν πετυχαίνει ποτέ τίποτα ούτε σε προσωπικό ούτε σε συλλογικό επίπεδο εάν δεν θέτει μεγάλους στόχους που τους παρακολουθεί καθημερινά, επιλύοντας επίμονα τα προβλήματα, μικρά ή μεγάλα που πάντα εμφανίζονται. Και οι δρόμοι που ανοίγονται πλέον μπροστά μας είναι η κινεζοποίηση – κουβανοποίηση της οικονομίας μας ή η σοβαρότητα, που συνεπάγεται τον επίμονο οικονομικό προγραμματισμό και την υλοποίησή του.

Ο Βασίλης Μαγκλάρας είναι διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών