Οπως είχε δηλώσει ο αμερικανός συγγραφέας Αλβιν Τόφλερ, είναι πιο εύκολο να μιλάς για αλλαγές από το να τις πραγματοποιείς. Ετσι, παρά το ότι οι περισσότεροι αναγνωρίζουν ότι η υλοποίηση ενός γενναίου προγράμματος αποκρατικοποιήσεων θα συμβάλει στην οικονομική ανάκαμψη και στην εισροή πολυπόθητων ξένων κεφαλαίων στη χώρα, το παρελθόν αποδεικνύει ότι η επίτευξη του στόχου αυτού είναι ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση, λόγω αντικειμενικών δυσχερειών που σχετίζονται αφενός με τις περίπλοκες γραφειοκρατικές, χρηματοοικονομικές και νομικές πτυχές ενός τέτοιου εγχειρήματος, αλλά κυρίως από τις ποικίλες αντιδράσεις οργανωμένων συμφερόντων εντός και εκτός των επιχειρήσεων αυτών, οι οποίες κατά βάση ενδιαφέρονται για τη διατήρηση των δικών τους κεκτημένων και προνομίων.

Στην προσπάθειά τους αυτή διευκολύνονται από τη σύγχυση που δημιουργούν στην κοινή γνώμη με την τεχνητή ταύτιση δύο διακριτών ρόλων και πεδίων ευθύνης. Της ευθύνης για την εξασφάλιση της διαθεσιμότητας των απαραίτητων υπηρεσιών και αγαθών στην απαιτούμενη ποσότητα και ποιότητα. Και της ευθύνης για την ίδια την παραγωγή/παροχή των υπηρεσιών αυτών. Στην πρώτη περίπτωση η ευθύνη ανήκει εξ ολοκλήρου στο κράτος. Το κράτος οφείλει, π.χ., να φροντίζει ώστε οι πολίτες να έχουν ψωμί, φάρμακα, συγκοινωνίες. Την ευθύνη όμως για την εκτέλεση ή την προσφορά των υπηρεσιών αυτών θα έπρεπε κατά κύριο ρόλο να έχει ο ιδιωτικός τομέας. Ενώ, δηλαδή, το κράτος πρέπει να φροντίζει να υπάρχουν, π.χ., οδικοί άξονες κυκλοφορίας, ακτοπλοϊκές, αεροπορικές και οδικές εμπορευματικές μεταφορές, δεν πρέπει να είναι ταυτόχρονα και ο ιδιοκτήτης των πλοίων ή των φορτηγών ούτε εργολάβος κατασκευαστής, όπως δεν διαθέτει και δεν κατασκευάζει κρατικούς φούρνους και φαρμακεία. Οι υπέρμαχοι του κρατισμού, όμως, προσπαθούν να μας πείσουν ότι αν το κράτος πάψει να είναι ο παραγωγός αυτών των υπηρεσιών θα πάψει να ενδιαφέρεται και για την εξασφάλιση της διαθεσιμότητάς τους. Προ ετών, π.χ., ένα από τα επιχειρήματα που είχαν χρησιμοποιηθεί κατά της πώλησης της Ολυμπιακής Αεροπορίας ήταν ότι αρκετά μικρά νησιά θα έμεναν χωρίς αεροπορική σύνδεση μετά την ιδιωτικοποίηση της εταιρείας, ενώ ήταν γνωστό ότι η Ολυμπιακή επιδοτείτο για την κάλυψη των άγονων γραμμών.

Ενα πρόσθετο επιχείρημα που χρησιμοποιείται εναντίον σχεδίων συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα είναι ότι με τον τρόπο αυτόν αυξάνεται το κόστος με τη μορφή, π.χ., διοδίων και τελών. Αυτή είναι η μισή αλήθεια. Το τι πραγματικά συμβαίνει είναι το εξής: Ολα τα μοντέλα παραχώρησης βασίζονται στο ότι ο χρήστης πληρώνει για τη χρήση της υποδομής ή της υπηρεσίας που του παρέχεται. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπηρεσιών που προσφέρονται από μια δημόσια επιχείρηση, το πραγματικό κόστος για την παραγωγή των υπηρεσιών αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό του ιδιωτικού τομέα. Λόγω όμως του γεγονότος ότι ο χρήστης καταβάλλει ένα μικρότερο ποσοστό του συνολικού κόστους και η εισφορά αυτή είναι εύκολα αντιληπτή και μετρήσιμη, δημιουργείται η λανθασμένη εντύπωση ότι η υπηρεσία αυτή είναι φτηνότερη. Στην πράξη όμως το πραγματικό κόστος είναι πολύ μεγαλύτερο, καθώς τη διαφορά ανάμεσα στις δαπάνες και στα έσοδα από τους χρήστες καλείται να επωμιστεί ο κάθε έλληνας φορολογούμενος, αρχικά με τη μορφή αυξημένων επιχορηγήσεων προς τους φορείς αυτούς και στη συνέχεια με αύξηση των φόρων. Για παράδειγμα, είναι προφανές ότι κανένας από τους χρήστες κάποιας οδού δεν επιθυμεί να πληρώσει διόδια για την κατασκευή και τη συντήρησή της και θα προτιμούσε να καλυφθεί το κόστος αυτό από τους άλλους φορολογούμενους. Καθώς όμως δεν υπάρχει τίποτε που να παρέχεται πραγματικά δωρεάν, η φράση «δεν πληρώνω» ισοδυναμεί με τη φράση «ας πληρώσουν άλλοι».

Ενα ακόμη επιχείρημα που χρησιμοποιείται είναι αυτό του «ξεπουλήματος». Για όσους δεν επιθυμούν μια αποκρατικοποίηση, η όποια τιμή αποτελεί εκ των προτέρων ξεπούλημα. Χωρίς να παραγνωρίζει κανείς το γεγονός ότι το κράτος οφείλει να διασφαλίσει το μέγιστο όφελος μέσω μιας διαφανούς, ανοικτής και ανταγωνιστικής διαδικασίας, ενώ είτε το θέλουμε είτε όχι η τελική τιμή διαμορφώνεται από την αγορά. Επίσης, θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς το κόστος ευκαιρίας από την όποια καθυστέρηση στην υλοποίηση του προγράμματος. Ποιος άραγε έχει εκτιμήσει το κόστος από την ενδεκαετή καθυστέρηση στην αξιοποίηση του Ελληνικού και του παραλιακού μετώπου;

Αλλά, πέραν αυτών, όπως έχει επισημάνει ο γάλλος οικονομολόγος, συγγραφέας και πολιτικός Φρ. Μπαστιά στην πραγματεία του περί του «ορώμενου και του μη ορώμενου», οι ενέργειες των κυβερνήσεων, οργανισμών και ατόμων έχουν συνέπειες και επιπτώσεις πολύ πιο πέρα από τις άμεσες, τις προφανείς και τις επιδιωκόμενες. Η επίτευξη του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων μπορεί να αποτελέσει τη «λυδία λίθο» για την ικανότητά μας να προχωρήσουμε στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές προς όφελος των πολιτών και της κοινωνίας.

Ο Στράτος Παπαδημητρίου είναι καθηγητής Συστημάτων Μεταφορών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά.