Αν κανείς κάνει τον κόπο να διαβάσει σήμερα το κλασικό σύγγραμμα του Μορίς Ντιβερζέ για τα πολιτικά κόμματα, το οποίο πρωτοεκδόθηκε ελάχιστα χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θα εκπλαγεί από την περιγραφή των πρόσφατων τότε μεγάλων φασιστικών κομμάτων. Οι αναλογίες της δομής, της λειτουργίας και του λόγου τους με τα αντίστοιχα του δικού μας μιχαλολιάκειου σχήματος είναι αναμφίβολα εντυπωσιακές!

Γεγονός…

Το κόμμα-κίνημα της Χρυσής Αυγής ελάχιστα κοινά έχει με τις προηγηθείσες μεταπολιτευτικά απόπειρες πολιτικής έκφρασης της ακροδεξιάς λογικής. Δεν θυμίζει σε τίποτε τη σότο βότσε φιλοχουντική Ακροδεξιά του Γαρουφαλιά, την ηπίως νοσταλγική του βασιλικού θεσμού Εθνική Παράταξη, την απλώς υπερπατριωτική σαμαριώτιδα Ανοιξη ή τον σοφτ έως λάιτ ακροδεξιό πολιτικό λόγο του αρχέγονου λαϊκιστικού ΛΑΟΣ (πριν ο… «ανεμοδουρισμός» καταστεί το επίσημο ιδεολογικό του πρόσημο). Από πλευράς ιδεολογίας, μάλιστα, δεν θυμίζει καν το απριλιανό καθεστώς.

Η δικτατορία των συνταγματαρχών, πράγματι, δεν είχε «δομικά» αντικοινοβουλευτικό ιδεολογικό υπόστρωμα. Αποδοκίμαζε μόνο τη φθαρμένη εκδοχή του κοινοβουλευτισμού, αποτέλεσμα της – καταλογιζόμενης – φαυλότητας του προδικτατορικού πολιτικού προσωπικού. Υπ’ αυτήν την έννοια οι δικτάτορες, ενδεχομένως χωρίς να το συνειδητοποιούν, είχαν υιοθετήσει την αριστοτέλεια θεωρία της κυκλικότητας και περιοδικής φθοράς των πολιτευμάτων (της δημοκρατίας που γίνεται οχλοκρατία, της αριστοκρατίας που εκφυλίζεται σε ολιγαρχία, της μοναρχίας που μεταπίπτει σε τυραννία). Φιλοδοξούσαν δε, διακηρυκτικά τουλάχιστον, να αποκαταστήσουν την κοινοβουλευτική δημοκρατία, αποκαθαρμένη από τους παράγοντες – θεσμικούς, πολιτικούς ή ανθρώπινους – που είχαν προκαλέσει τη φθορά της. Και βροντοφώναζαν την πρόθεσή τους να την αποδώσουν με ένα νέο θεσμικό πλαίσιο, ικανό να εγγυηθεί τη λειτουργικότητα και τον άφθαρτο, άρα άτρωτο, χαρακτήρα της. (Την αντίληψη, άλλωστε, για τη σταδιακή φθορά και κυκλικότητα των πολιτευμάτων την εξέφρασε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και όταν, κατά τα θρυλούμενα, είπε στον Μαρκεζίνη: «Η επανάστασις θυμίζει αεροσκάφος, του οποίου τα καύσιμα ήρξαντο εξαντλούμενα. Θα παίξετε ρόλον αεροδρομίου και διαδρόμου προσγείωσης;»…)

Ο αντικοινοβουλευτισμός, αντίθετα, του χρυσαυγίτικου μορφώματος είναι δομικός, αφού τα κοινοβουλευτικά του στελέχη, κατά αδιάψευστη και ανεπίδεκτη αντίκρουσης αρχηγική δήλωση, αισθάνονται «άβολα» εντός της εθνικής αντιπροσωπείας και αδημονούν να επιστρέψουν στην πεζοδρομιακή τους δράση. Ακόμη περισσότερο: δομική είναι η εκ μέρους τους άρνηση όχι μόνον του κοινοβουλευτικού συστήματος, αλλά γενικότερα κάθε εκδοχής της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (που περιορίζει την αυτενέργεια της μάζας μεταφέροντας εξουσία σε αιρετούς αντιπροσώπους).

Τούτων δοθέντων, κυριαρχεί το ερώτημα: γι’ αυτήν την πρωτοφανή στη χώρα μας πρόσφατη απήχηση αντικοινοβουλευτικών και αντιτιθέμενων στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία ιδεολογημάτων ποια και πόση είναι η ευθύνη των βασικών θεσμικών παραγόντων και φορέων του πολιτεύματος; Ενός ιστορικού ηγέτη της «δημοκρατικής παράταξης», του οποίου οι περισσότεροι υπαρχηγοί απεδείχθησαν απατεώνες; Ενός πρωθυπουργού, που προεκλογικά διακήρυσσε την εξυγιαντική ανάγκη περιορισμού των βουλευτών σε 200, για να πάθει μετεκλογικά κρίση αμνησίας; Πολλών προέδρων και αντιπροέδρων της Εθνικής Αντιπροσωπείας, των οποίων οι πράξεις διορισμού διοικητικών υπαλλήλων στο Κοινοβούλιο περιορίστηκαν μόνον από το μέγεθος της – εν ευρεία εννοία – οικογένειάς τους; Αναρίθμητων υπουργών που επίσης πολλαπλασίασαν τους υπηρετούντες στο κτίριο των Παλαιών Ανακτόρων; (Αυτό μάλιστα χρειάστηκε, σε περιόδους λιτότητας, να «επεκταθεί» με ενοικιάσεις πανάκριβων παρακείμενων κτιρίων για να απασχολήσει τους νεοπροσλαμβανομένους).

Δεν ξέρω κατά πόσο μια ενδελεχής σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης θα μπορούσε να αναδείξει με ακρίβεια την επίπτωση αυτών των συμπεριφορών στη διόγκωση της κοινωνικής απήχησης αντικοινοβουλευτικών κινήσεων με απλουστευτικό λόγο και ισχυρό γρόνθο. Ξέρω όμως πως όσο περνάει ο καιρός τόσο αναδεικνύεται, λόγω της σμικρότητας των διαδόχων του, το διαμέτρημα του μεγάλου Καραμανλή. Ο οποίος συνήθιζε να επαναλαμβάνει: «Ο ελληνικός λαός δεν αντιδρά ακραία όταν δυσπραγεί. Αλλά όταν αισθάνεται πως αδικείται»…

ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΑ ΑΣΧΕΤΑ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ 1. Μήπως στην απαξίωση των θεσμών ρόλο παίζουν και συμπεριφορές εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου σαν αυτές του καμπινεδάρχη του Αριστοτελείου;

2. Για να μην επισημαίνουμε μόνο τα αρνητικά των πολιτικών, δεν θα έπρεπε να αναδειχθεί ότι ο Π. Μπεγλίτης έκλεισε και της εκλογικής του περιφέρειας το στρατόπεδο – με αρχικό στόχο στις εγκαταστάσεις του να στεγαστούν όλες οι δημόσιες υπηρεσίες του νομού – προκαλώντας τον πόλεμο τοπικών συμφερόντων συνδεομένων με τη λειτουργία του; Τα οποία, αφού ματαίωσαν τη συγκεκριμένη αξιοποίησή του, τώρα αντιτίθενται και στη χρησιμοποίησή του ως κέντρου φιλοξενίας παράνομων μεταναστών;

3. Υπήρχε λόγος το τόσο αποδυναμωμένο πολιτικό μας σύστημα να υποστεί πρόσθετους τριγμούς από την εκλογή γραμματέα στο μεγαλύτερο κυβερνητικό κόμμα; Τόσο χειρότερη θα ήταν η λειτουργία της κυβέρνησης άνευ Λυκουρέντζου;

4. Τη μείωση των δαπανών της Εκκλησίας αλλά και της Βουλής, με απαγόρευση των μετακλητών υπαλλήλων, ζήτησε η ΔΗΜΑΡ. Εγραφα πρόσφατα ότι το κόμμα αυτό δεν ανήκει ούτε στη λογική ούτε στον παραλογισμό. Διορθώνω: ανήκει και στη λογική και στον παραλογισμό. Είτε εκ περιτροπής ολοσχερώς, είτε ταυτοχρόνως εν μέρει…

Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο