Στα μέσα του 17ου αι. ο μοναχός Αγάπιος Λάνδος ο Κρης έγραψε ότι στις Κυκλάδες είδε πολλούς φτωχούς ανθρώπους που όμως δεν διαμαρτύρονταν για την ανέχειά τους: «Είδα πολλούς από τους τούτους εις διάφορα κάστρη και χωρία όπου έτυχα, εξόχως εις τα νησία ταύτα όπου αράδιξα, ήγουν Σκύρον, Ανδρον, Σίφνον, Θερμία και έτερα, όπου καν άρτον κρίθινον δεν χορταίνουσιν, ούτε ράσα ή άλλα ιμάτια έχουσι».

Κι όμως, οι άνθρωποι αυτοί, με τα φτωχά υλικά που διέθεταν, έφτιαξαν κουζίνα με εξαιρετικά χαρακτηριστικά, που τους επέτρεψε να επιβιώσουν μέχρι και στις πολύ δύσκολες συνθήκες της γερμανικής κατοχής.

Ιδιαίτερα τα Θερμιά, η Κύθνος δηλαδή, στην οποία επικεντρώνεται το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Γιώργη Βενετούλια, «Το μυριστικό κυδώνι», δαρμένα από τους ανέμους, με ελάχιστες πηγές πόσιμου νερού, χωρίς ξυλεία παρά μόνο με φρύγανα για καύση, λίγα πράγματα μπορούσαν να παραγάγουν. Κυρίως κρασί, μέλι, σύκα, μετάξι, κριθάρι, τυρί, πολλά χόρτα – πάνω από είκοσι είδη – και αργότερα, σε κάποια πιο προστατευμένα «σώχωρα» χωράφια, όσπρια και λαχανικά.

Τα κατάφεραν όμως μια χαρά, όπως δείχνουν και οι περίπου 150 σπάνιες συνταγές (κάθε είδους) που συγκέντρωσε ο Γιώργης Βενετούλιας, οι οποίες κινδυνεύουν να χαθούν τώρα που πολλοί γεωργοί μετατράπηκαν σε οικοδόμους, χάριν του τουρισμού.