Οσοι δεν βλέπουν στα παιδιά των χαμηλών κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων, στον ίδιο τον τρόπο ύπαρξής τους, παρά μόνο ελλείψεις και μειονεκτήματα, όσοι ενδιαφέρονται για την απρόσκοπτη λειτουργία των μηχανισμών διατήρησης και αναπαραγωγής του ισχύοντος κοινωνικού συστήματος, έχουν ανακοινώσει ήδη τα συμπεράσματά τους. Οι μη ευνοημένες καταστάσεις (μαθητές από λαϊκά στρώματα, υποβαθμισμένες περιοχές) μεταμορφώνονται σε ανεπιτηδειότητα, ασχετοσύνη, κατωτερότητα φυσική. Οι προνομιούχοι ούτε βλέπουν ούτε θέλουν να δουν τη σχέση ανάμεσα στην κοινωνική και στη σχολική ανισότητα. Αντίθετα, αποδίδουν την καλή σχολική πορεία και την αντίστοιχη επίδοση στα «φυσικά χαρίσματα» που έχει ο μαθητής και τα οποία του έχουν δοθεί «δώρο» από τη θεία πρόνοια.

Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι τα παιδιά από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους διαμορφώνουν έξεις, συνήθειες, προδιαθέσεις απέναντι στο σχολείο, την αξία της γνώσης, τη στάση απέναντι σε αυτήν, τη διάθεση να μείνουν «ήσυχα» στο σχολείο, να εργαστούν για αυτό. Μια οικογένεια που διαθέτει οικονομικό και πολιτιστικό κεφάλαιο, επενδύει στην καλή σχολική πορεία των γόνων της και εμπεδώνει στο παιδί από τα πρώτα του χρόνια ένα σύστημα προδιαθέσεων ώστε κατά κάποιο τρόπο να είναι «σχολειοποιημένο» πριν ακόμη περάσει την πόρτα του σχολείου. Το παιδί αυτό έχει θετική στάση απέναντι στο σχολείο και τις νόρμες του, κατανοεί τη σχολική γλώσσα που είναι ίδια με τον δικό του γλωσσικό κώδικα, θεωρεί αυτονόητες και απόλυτα συμβατές με τις δικές του συνήθειες όλες εκείνες τις «πολιτισμικές πρακτικές του σχολικού θεσμού» (πειθαρχία, τιμωρία, γιορτές, βαθμοί, έλεγχος), οι οποίες είναι αδιανόητες και τελικά εχθρικές για πολλά παιδιά από τα λαϊκά στρώματα.

Αυτή η θετική κοινωνικά διαμορφωμένη προδιάθεση είναι η «δωρεά», το «χάρισμα», ένα χαρακτηριστικό που αφού εμφανίζεται από τα πρώτα χρόνια της σχολικής ζωής προβάλλεται σαν κάτι έμφυτο.

Ο μαθητής που προέρχεται από τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα έχει συγκεκριμένους όρους ζωής και μόρφωσης, που παράγουν πλεονεκτήματα στη σχολική πορεία του σε σύγκριση με τους άλλους μαθητές.

Συνήθως διαμένει σε αστικό κέντρο, σε καλό προάστιο, σε μεγάλο σπίτι, έχει παρακολουθήσει νηπιαγωγείο, ξένη γλώσσα, πιθανώς μουσικό όργανο, έρχεται σε επαφή με την οικογενειακή βιβλιοθήκη, κάνει «πλούσιες» διακοπές, έχει εξωσχολικές δραστηριότητες, βοήθεια στο διάβασμα, ιδιωτικό δάσκαλο, πληροφόρηση για τα εκπαιδευτικά πράγματα και τις δυνατότητες εργασιακής αξιοποίησης των σπουδών.

Η καλλιέργειά του είναι σχετική με τη σχολική παιδεία και εφοδιάζεται με μια γενική προδιάθεση στη μάθηση. Οι μη «σχολικές» γνώσεις – με άμεση όμως σχολική χρησιμότητα – που αυτός ο μαθητευόμενος αντλεί από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον (π.χ., στον πολιτιστικό τομέα, η καλαισθησία, το πνεύμα, η επαφή με το θέατρο, μουσική, ζωγραφική, το μουσείο), σε συνδυασμό με το εκτεταμένο πλέγμα των κοινωνικών διασυνδέσεων που του εξασφαλίζει η καταγωγή του, του δίνει τη δυνατότητα να έρχεται στο σχολείο για να μάθει, για να νομιμοποιήσει σχολικά ό,τι ήδη έχει εμπεδώσει από τη γέννησή του.

Ωστόσο από την άλλη πλευρά του λόφου βρίσκονται οι «απόκληροι», τα παιδιά από τα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, που βιώνουν καθημερινά τη στέρηση των μορφωτικών αγαθών που συνοδεύει την οικονομική στέρηση. Ζώντας σε ένα στενό σπίτι και συνήθως με πολλά μέλη, όπου τα παιχνίδια είναι λίγα και στοιχειώδη, ενώ λείπει ο χώρος ξεκούρασης, ο μαθητής των λαϊκών στρωμάτων βρίσκει πάντα λιγότερες ευκαιρίες πρακτικής εξάσκησης, ανάπτυξης της κινητικής του ικανότητας και της συλληπτικής του διάκρισης. Ανοίγει τα μάτια του σε έναν κόσμο γεμάτο από ακατάστατα αντικείμενα, δεν έχει σταθερή ώρα για το φαγητό ή τον ύπνο ούτε μεθοδικό τρόπο. Μαθαίνει να υπολογίζει στις μικροπρόθεσμες χρονικές προοπτικές, όπου κυριαρχεί το παρόν. Λίγες προβλέψεις, λιγότερα μακρόπνοα σχέδια.

Σε μια εποχή που για τους προνομιούχους μαθητευόμενους είναι περίοδος άγχους, προετοιμασίας, διαγωνισμάτων με στόχο το μέλλον, αυτοί κυριαρχούνται από τον πειρασμό να επωφεληθούν από το παρόν καθώς έχουν εσωτερικεύσει ως μελλοντική τους πορεία το στατιστικό πεπρωμένο των παιδιών του κοινωνικού τους περίγυρου, τον δρόμο προς το εργοστάσιο ή κάποιο άλλο είδος χειρωνακτικής εργασίας. Προσαρμόζοντας συνειδητά ή ασυνείδητα τις φιλοδοξίες τους αυστηρά στις αντικειμενικές πιθανότητες, αυτοκαθορίζονται σε σχέση με τους καταναγκασμούς που τους καθορίζουν και όταν μιλούν για τα σχέδιά τους, τα όνειρά τους, εκεί, χωρίς να το καταλαβαίνουν, αφήνουν να φανεί η δράση των αντικειμενικών συνθηκών έτσι όπως τις έχουν προοδευτικά εσωτερικεύσει.