Οι πατεράδες μας τον έλεγαν τούρκικο. Και ως τούρκικο τον απολάμβαναν. Η παρασκευή του ήταν ολόκληρη τέχνη. Πόσες φορές θα πάρει βράση, αν θα έχει καϊμάκι ή όχι, πόση ζάχαρη θα του προσθέσεις. Αν θυμάμαι καλά υπήρχαν καμιά σαρανταριά τρόποι παρασκευής του τούρκικου καφέ που κάποτε ήταν ο κατ’ εξοχήν καφές του «άντε να πιούμε κι ένα καφεδάκι». Ωσπου ήρθε εκείνο το καλοκαίρι του ’74, με τα τουρκικά τεθωρακισμένα να προελαύνουν στην Κύπρο και τον επίσης τουρκικό στόλο να αλωνίζει στο Αιγαίο και κάποιοι άρχισαν να το στραβοκοιτάζουν το καφεδάκι. «Δεν είναι δυνατόν», είπαν, «η μέρα μου να κρέμεται από τον Τούρκο και κάθε φορά που θέλω να τη σπάσω για να ξεκουραστώ να λέω το επάρατο επίθετο». Κάποιοι, ευφάνταστοι, ποντάροντας στη σύγχυση της μακραίωνης Ιστορίας, τον βάφτισαν βυζαντινό. Κατ’ οικονομία, που λένε, και ελαφρώς για πλάκα. Διότι δεν ήταν δυνατόν να φανταστείς τις αγιογραφίες με τα αμυγδαλωτά μάτια και τα χλωμά πρόσωπα να πίνουν καφεδάκι. Οπότε η συλλογική συνείδηση, εν τη σοφία της, αποφάσισε να πάρει δραστικά μέτρα. Και τον τούρκικο καφέ τον βάφτισε ελληνικό. Από τη μια μέρα στην άλλη, αν τολμούσες να ζητήσεις τούρκικο καφέ, ο σερβιτόρος σε στραβοκοίταζε. «Τούρκικο δεν κάνουμε, κάνουμε μόνον ελληνικό». Η αναβάπτιση του καφέ στα εθνικά ιδεώδη έγινε γρήγορα, χωρίς προσκόμματα. Οσο γρήγορα επετελέσθη και η καταστροφή. Διότι όσο τον λέγαμε τον καφέ τούρκικο τον σεβόμασταν. Τον φτιάχναμε στο μπρίκι, τον απολαμβάναμε με μικρές και θορυβώδεις ρουφηξιές. Από τότε που τον είπαμε ελληνικό όμως, από τότε που τον κάναμε δικό μας, αρχίσαμε να τον κακοποιούμε, όπως μας αρέσει να κακοποιούμε «καθετί ελληνικό», από τη γλώσσα ώς τη στατιστική. Και αρχίσαμε να τον φτιάχνουμε στη μηχανή του εσπρέσο.

Πρόοδος θα μου πείτε, η ζωή προχωράει και όταν προχωράει εσύ οφείλεις να μην κοιτάζεις πίσω. Αφού, θα μου πείτε, εν τω μεταξύ γίναμε Ευρωπαίοι, και ως Ευρωπαίοι δεν είχαμε χρόνο για να χάνουμε με μπρίκια κι άλλα μπακίρια. Και αυτός ο καφές ο φτιαγμένος με τέχνη για όλα τα γούστα, έτοιμος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του αφεντικού, στην ώρα της ημέρας και στη γεύση του γλυκού του κουταλιού που τον συνόδευε έγινε ένα απαίσιο νεροζούμι, ζωμός μέλας προς το καφετί, αναίσθητος και χλιαρός. Αν δε κάποιος θέλει να τον γευτεί όπως κάποτε τον ήξερε, τον πληρώνει σαν να αγοράζει έκθεμα από μουσείο. Αυτά για τον καφέ, αν και η αλήθεια είναι ότι δεν ισχύουν μόνον για τον καφέ. Πόσα ουσιαστικά δεν μπορεί να σκεφτεί ο καθένας από μας στα οποία, αν προσθέσεις τον επιθετικό προσδιορισμό «ελληνικός» δεν σημαίνει αυτομάτως ότι τα απαξιώνεις κιόλας; Εκπαίδευση, κοινωνικό κράτος, σκέτο κράτος, σύστημα υγείας, δημόσιος χώρος; Τόσα κι άλλα τόσα. Αυτά πάντως για να απαντήσω σε όσους βλέπουν το πλέγμα του ανθελληνισμού να απλώνεται σαν Λερναία Υδρα στην οικουμένη. Σε όσους πιστεύουν ότι απ’ το πρωί που ξυπνούν ώς το βράδυ που κοιμούνται διάφοροι, όπως ο Κίσινγκερ παλιότερα και τώρα η Μέρκελ, απεργάζονται την υπονόμευση της ομορφιάς μας. Η μικρή ιστορία του καφέ αποδεικνύει πως δεν μας χρειάζονται. Τη δουλειά την κάνουμε καλά, σίγουρα καλύτερα απ’ αυτούς, εμείς οι ίδιοι.