Οπως γράφει, ενίοτε, στο τέλος των άρθρων μου, είμαι συγγραφέας. Ετσι είμαι δηλωμένος στον ΟΑΕΕ (κακάσχημο ηχητικά όνομα – σαφώς προτιμότερο το ΤΕΒΕ) και ως τέτοιος αποφάσισα να γράψω μια ιστοριούλα. Μιλάμε για καθαρά προϊόν μυθοπλασίας – καμία σχέση με την πραγματικότητα.

Η ιστορία μου λοιπόν διαδραματίζεται σε μια χώρα σοβιετικού τύπου (σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή θα μπορούσε να είναι και ισλαμική «δημοκρατία»). Εκεί, λοιπόν, επικρατεί η γραμμή του Ανώτατου Σοβιέτ. Οποιος απομακρύνεται έστω και ένα μιλιμέτρ από αυτήν πρέπει να συμμορφώνεται άμεσα και με κάθε κόστος.

Οι πολίτες της χώρας αυτής χωρίζονται στους φτωχούς, τίμιους και αδικημένους πατριώτες (που έχουν πάντα δίκιο) και στους γκαουλάιτερ, πουλημένους δωσίλογους (αυτούς που δεν τηρούν τη γραμμή που προαναφέραμε).

Εδώ, για να κάνω το διήγημά μου και λιγουλάκι σουρεαλιστικό, προσθέτω πως αυτό το «σοβιετικό» καθεστώς ισχύει μόνο στην (όποια) ελευθερία έκφρασης. Σε όλα τα άλλα επίπεδα, η συγκεκριμένη χώρα έχει γνωρίσει τον καπιταλισμό τόσο από την καλή (παλιότερα) όσο και από την ανάποδη (σήμερα).

Η δράση στο μύθευμά μου αρχίζει με την περιπέτεια ενός δημοσιογράφου. Θα τον βαπτίσω Λαμπρινό Τζορντανέλη. Γιατί; Ετσι, σκέφτηκα ένα όνομα στην τύχη. Συγγραφέας δεν είμαι;

Ο Λαμπρινός που λέτε γράφει κάποια στιγμή ένα άρθρο στο οποίο εκφράζει την άποψή του σχετικά με την ντόπια κρατική τηλεόραση, ψιλοαμφισβητώντας μάλιστα μια σχετική απεργία όσων εργάζονται σε αυτήν.

Σε αυτή την – απολύτως φανταστική, επαναλαμβάνω – χώρα υπάρχουν, όπως είναι λογικό, θεμιτό και αναγκαίο, συνδικαλιστικά όργανα.

Οπως συμβαίνει και στον πραγματικό κόσμο, στόχος τους είναι να υπερασπίζονται τα δικαιώματα των μελών τους και όχι μόνο. Στον κλάδο της δημοσιογραφίας δε, έχουν φυσικά και μια αποστολή παραπάνω: να υπερασπίζονται την ελευθερία του λόγου.

Το δικαίωμα κάθε δημοσιογράφου να καταθέτει την άποψή του χωρίς να φοβάται και χωρίς να εμποδίζεται από τον οποιονδήποτε.

Είπαμε όμως: Θέλω σουρεαλισμό! Ετσι, περίπου έξι μήνες ύστερα από το επίμαχο άρθρο ο εν λόγω συνδικαλιστικός φορέας αποφασίζει να τιμωρήσει επιδεικτικά το «άτακτο» αυτό μέλος του, τον Λαμπρινό δηλαδή, διαγράφοντάς το για τρεις μήνες! Ο λόγος; Μα είπαμε: Το φοβερό και τρομερό άρθρο του που διαφωνούσε με τη γραμμή του Ανώτατου Σοβιέτ! Αλλωστε, το συγκεκριμένο συνδικαλιστικό όργανο έχει επανειλημμένως αποδείξει πως δεν αφήνει κανέναν να παίζει με τέτοια ζητήματα.

Και επειδή τελικά αποφάσισα να ξεφύγω μια και καλή από τα όρια της ανιαρής πραγματικότητας προσθέτω πως στη (φανταστική) χώρα μου εκατοντάδες δημοσιογράφοι λοιδορούνται, απειλούνται και στοχοποιούνται χωρίς σταματημό από συναδέλφους τους όχι μόνο στο Ιντερνετ αλλά και σε μερίδα του έντυπου Τύπου, με χαρακτηρισμούς τύπου «δωσίλογοι», «παπαγαλάκια», «πουλημένοι».

Μέχρι και οι εργαζόμενοι ολόκληρων εκδοτικών οργανισμών τυχαίνουν συλλήβδην ανάλογης απαξιωτικής αντιμετώπισης αλλά για το συνδικαλιστικό όργανό τους δεν τρέχει απολύτως τίποτα.

Αντίθετα, ο καταραμένος πρωταγωνιστής της ιστορίας μου θεωρείται εξέχουσα μορφή των «γκαουλάιτερ» που ανέφερα στην αρχή. Εδώ θα σου αποκαλύψω, φίλε αναγνώστη, πως σε ένα σπαρταριστό κεφάλαιο του αφηγήματός μου αυτού ένας γνωστός και καταξιωμένος σκηνοθέτης ξυλοκοπείται από «αγανακτισμένους πολίτες» στον κέντρο της πρωτεύουσας της χώρας που επινόησα οι οποίοι για ποιον φαντάζεστε πως τον περνάνε; Μα για τον αγαπημένο μας Λαμπρινό βεβαίως, βεβαίως!

Κοιτάζω τα γραπτά μου και βυθίζομαι σε σκέψεις… Μήπως το έχω παρατραβήξει; Θα μπορούσαν να συμβαίνουν ποτέ τέτοια πράγματα; Να τιμωρούνται οι δημοσιογράφοι για τις απόψεις τους από αυτούς που υποτίθεται πως υπάρχουν για να προστατεύουν τα δικαιώματά τους; Ανατριχιαστικό δεν είναι;

Αφήνω κάτω το μολύβι. Είμαι ικανοποιημένος που η φαντασία μου εξακολουθεί να οργιάζει έπειτα από τόσα χρόνια. Είμαι ενθουσιασμένος με τον εαυτό μου αλλά και χαρούμενος. «Ευτυχώς, ζούμε στην Ελλάδα» σκέφτομαι. Σε μια ελεύθερη χώρα. Σε μια χώρα όπου η ελευθερία του Τύπου είναι θεσμός…

Ο Θανάσης Χειμωνάς είναι συγγραφέας