Τη λένε Εύα Τραμέλ, είναι 24χρονών, απόφοιτος από το Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο, και εισβάλλει στην ελληνική βιβλιαγορά για να εκθρονίσει με τις παθιασμένες σεξουαλικές επιδόσεις της την 21χρονη Αναστάζια Στιλ, τελειόφοιτη φοιτήτρια λογοτεχνίας στο Σιάτλ, παραδομένη στην ηδονή των σαδομαζοχιστικών παιχνιδιών. Οι δυο τους πρωταγωνιστούν αντίστοιχα στα ερωτικά αφηγήματα «Γυμνή μπροστά σου» και «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι» της 40άρας Αμερικανίδας Σίλβια Ντέι και της 50άρας Βρετανής Ε.Λ. Τζέιμς, οι οποίες έγιναν σε χρόνο μηδέν οι απόλυτες βασίλισσες του αγγλοσαξονικού ροζ πορνό, προκαλώντας αναταράξεις στη διεθνή αγορά των μπεστ σέλερ. Τα μυθιστορήματά τους, μεταφρασμένα από τον Αγγελο Ζαχαριάδη και την Τιτίνα Σπερελάκη, φέρνουν τον πόλεμο στον ελληνικό εκδοτικό μικρόκοσμο που έχει τραυματιστεί από την κρίση και αγκαλιάζει με αιφνίδιο ζήλο τη συνταγή του κερδοφόρου αναγνωστικού σεξ.

Την αρχή έκαναν οι εκδόσεις Πατάκη, εισάγοντας στα ελληνικά νοικοκυριά τα γούστα της Αναστάζια Στιλ η οποία αποδαιμονοποιεί μεν τα εργαλεία της σεξουαλικής απόλαυσης (μαστίγια, κολπικές μπάλες κ.α), επανανομιμοποιεί δε τα φαλλοκρατικά ένστικτα των ανδρών. Δέκα ημέρες αργότερα, οι εκδόσεις Ψυχογιός προωθούν τις εκδόσεις Τουλίπα ποντάροντας στην Εύα Τραμέλ, για να προσθέσει μια απόχρωση κίνκι ροζ (με πεολειχίες σε λιμουζίνες κ.ο.κ.) στο τοπίο όπου μέχρι τώρα κυριαρχούσαν τα αισθηματικά αφηγήματα της Λένας Μαντά, της Χρυσηίδας Δημουλίδου κ.ά. Στις αρχές Οκτωβρίου, οι εκδόσεις Μεταίχμιο που μπήκαν πρόσφατα στα χωράφια της ερωτογραφίας επανεκδίδοντας κλασικά μυθιστορήματα, όπως ο «Εραστής της λαίδης Τσάτερλι» του Ντ.Χ. Λόρενς ή η «Ωραία της ημέρας» του Ζοζέφ Κεσέλ, θα ανεβάσουν τον αισθητικό πήχη με ένα μπεστ σέλερ του 1798: την «Αντι-Ζυστίν» του Γάλλου Ρετίφ ντε λα Μπρετόν (μτφ. Ρίτα Κολαΐτη), έργο άσεμνο που κοντραρίστηκε με την «ανήθικη ελευθεριότητα του Μαρκήσιου ντε Σαντ».

Το αλληθώρισμα μιας μερίδας εκδοτών στο soft πορνό δεν είναι καινούργια υπόθεση. Η Ωκεανίδα είχε κυκλοφορήσει το… βρώμικο «Hardcore», γραμμένο από δύο (;) ελληνίδες με ψευδώνυμο, και ο Κέδρος (2002) την «Ερωτική ζωή της Κατρίν Μ.» – εργαλειακή απαρίθμηση πολυπρόσωπων ερωτικών συνευρέσεων με πρωταγωνίστρια την κορυφαία γαλλίδα τεχνοκριτικό Κατρίν Μιγιέ. Τα βιβλία αυτά έκαναν τον κύκλο τους και ξεχάστηκαν, καθώς σερβιρίστηκαν ως κουλτουριάρικα και διαβάστηκαν με ηδονοβλεπτική διάθεση. Αντίθετα, τα «Γυμνή μπροστά σου» και «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι» αναφέρονται στην κυρίαρχη σήμερα τεχνοκρατική ελίτ και διαβάζονται από την «ορθώς σκεπτόμενη κοινωνία» (εκείνη που ανέκαθεν καταδίωκε τους λάγνους πρωτοπόρους συγγραφείς Μπωντλαίρ, Ουάιλντ, Χένρι Μίλερ, Εμπειρίκο κ.ά.) ως εγχειρίδια για τη σεξουαλική αφύπνιση από τη ρουτίνα των σταθερών ερωτικών δεσμών. Κι αν σαρώνουν εμπορικά, είναι επειδή δεν ενοχλούν. Δεν φέρνουν τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τον σκοτεινό εαυτό του, όπως κάνει κάθε κλασικό ερωτικό μυθιστόρημα• δεν αποτυπώνουν κοινωνικές ανησυχίες, όπως έκαναν τα αναίσχυντα μυθιστορήματα της εποχής των αγώνων για τη σεξουαλική απελευθέρωση• δεν υπονομεύουν το status quo ούτε διεκδικούν λογοτεχνικά εύσημα, όπως τα ερωτογραφήματα του 18ου και 19ου αιώνα. Αντίθετα, εφαρμόζουν πιστά τα κλισέ των αναγνωσμάτων που κολακεύουν το μαζικό γούστο (εξού οι πρόδηλες ομοιότητές τους) και εντέλει καθησυχάζουν τις ατομικές και συλλογικές αγωνίες.

Η Εύα Τραμέλ γίνεται αθυρόστομη, παίρνει πρωτοβουλίες στο σεξουαλικό παιχνίδι, ξεσκαρτάρει τις ανταγωνίστριές της, και βάζει τα δυο αρχίδια του ωραίου, σκληρού και κυριαρχικού μεγιστάνα Γκίντεον Κρος στο τσεπάκι της. Δεν έχει όμως καμία σχέση με την ακόλαστη και ανελέητη κόμισσα Γκαμιανί του μεγάλου Αλφρέντ ντε Μυσσέ («Δύο νύχτες παραφοράς», εκδ. Αγρα) που το 1833 δεν ξεδιψούσε ούτε με τους εραστές ούτε με τις ερωμένες της και παιάνιζε: «Είμαι ο έρωτας που σκοτώνει!».